MUHTESEM YUZYIL ΠΕΡΙΛΗΨΗ 132 ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ
Ο Μπεγιαζίτ πλησιάζει το παλάτι της Μάνισα με τους άνδρες
του δίπλα του και τους στρατιώτες πίσω.
Ο Σελίμ και η Νουρμπανού. Σελίμ: «Έχει χάσει το μυαλό του; Πώς τολμά να έρχεται εδώ;!....Νουρμπανού, δεν μου κρύβεις κάτι, έτσι δεν είναι;» Νουρμπανού: «Όχι, τι θα μπορούσα να κρύψω;» Σελίμ: «Μήπως λόγω εκείνης της κατασκόπου, το ανακάλυψε;» Νουρμπανού: «Δεν είμαι σίγουρη, αλλά θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει σα δικαιολογία. Σου είπα ότι θέλει να σε σκοτώσει. Πρέπει να κάνουμε κάτι αμέσως. Ας φύγουμε από δω, να πάμε μακριά.» Σελίμ: «Πήγαινε στο δωμάτιό σου και μείνει με τα παιδιά μου.» Νουρμπανού: «Για όνομα του Θεού, Σελίμ, όσο έχουμε ακόμα χρόνο ας φύγουμε μακριά από δω. Ας φύγουμε, σε παρακαλώ. Θα ζητήσουμε προστασία από τον Μεγαλειότατό μας!» Σελίμ: «Νουρμπανού, κάνε αυτό που σου είπα.»
Ο Μπεγιαζίτ πλησιάζει.
Εν τω μεταξύ, η Χιουρρέμ είναι στην άμαξά της και ξεκουράζεται και ο Σουμπούλ την παρακολουθεί στενοχωρημένος. Η άμαξα σταματάει. Χιουρρέμ: «Τι συμβαίνει, Σουμπούλ, γιατί σταματήσαμε;» Ο Σουμπούλ σκουπίζει τα δάκρυά του: «Ορκίζομαι ότι δεν ξέρω, Σουλτάνα μου, θα το μάθουμε αμέσως τώρα.» Βγαίνει έξω και βλέπει ότι ένας από τους φρουρούς μόλις έχει γυρίσει πίσω και ρωτά τι συμβαίνει. Η Χιουρρέμ παρακολουθεί με περιέργεια. Όταν εκείνος επιστρέφει, λέει: «Ο Αγγελιοφόρος που στείλαμε, επέστρεψε. Ο Πρίγκηπας Μπεγιαζίτ συγκέντρωσε στρατό και βαδίζει προς τον Πρίγκηπα Σελίμ. Αν ό,τι λέει είναι αλήθεια, ξεκίνησε κατ’ευθείαν για Μάνισα και πλησιάζει.»
Ο Μπεγιαζίτ έφτασε στο παλάτι. Οι άνδρες του έχουν φτιάξει γραμμές και εκείνος προχωρεί μαζί με τον Ατματζά και τον Χουσεΐν. Βλέπουμε κάποιους φρουρούς μπροστά στην πύλη. Ο Μπεγιαζίτ κατεβαίνει από το άλογο και προχωρεί. Ο Σελίμ φορά την πανοπλία του. Γκαζανφέρ: «Θα φύγουμε από τις πίσω πύλες. Υπάρχει ένα σπίτι στο δάσος, μπορούμε να κρυφτούμε εκεί μέχρι να τελειώσει αυτό και......» Σελίμ: «Τι λες, Γκαζανφέρ! Δεν πρόκειται να φύγω και να κρυφτώ σαν γυναικούλα!» Γκαζανφέρ: «Ποτέ, Πρίγκηπά μου.....» Ο Σελίμ τον σταματά. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή φτάνει ο Λάλα. Σελίμ: «Επιτέλους ήρθες, Λάλα.» Λάλα: «Μόλις τώρα το πήρα είδηση....τι κάνατε που θύμωσε τον Πρίγκηπα Μπεγιαζίτ τόσο πολύ;!» Σελίμ: «Δεν θα σου δώσω λογαριασμό, Λάλα!» Λάλα: «Δεν θα τολμούσα, Πρίγκηπά μου, ήθελα να προσπαθήσω να καταλάβω την πραγματική αιτία πίσω από αυτο το θέμα. Αλλιώς πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» Σελίμ: «Θέλεις να με βοηθήσεις; Σ αυτή την περίπτωση βγες έξω μπροστά στον Μπεγιαζίτ. Πήγαινε και σταμάτησέ τον.» Λάλα: «Θα κάνω ό,τι μπορώ να του μιλήσω, αλλά ένας Πρίγκηπας που ήδη κρατάει το σπαθί του και έχει έρθει μπροστά στις πύλες μας, νομίζετε ότι θα με ακούσει;» Σελίμ: «Λάλα, εκείνος δεν σε έστειλε εδώ; Εξακολουθείς να είσαι έμπιστός του! Αν κάτι μου συμβεί, ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν πρώτα από σένα θα ζητήσει εξηγήσεις.»
Ο Λοχίας Χουσεΐν ανακοινώνει τον Μπεγιαζίτ και προχωρεί. Ένας φρουρός πηγαίνει να τον συναντήσει. Μπεγιαζίτ: «Η πρόθεσή μου είναι να μην τραυματιστούν αθώοι. Θα πω μία κουβέντα στον Πρίγκηπα Σελίμ και θα έρθει εδώ. Ατματζά, πήγαινε και πες στον Πρίγκηπα Σελίμ. Αν έχει θάρρος, θα βγει και θα με αντιμετωπίσει. Αλλιώς θα πάω εγώ σ’αυτόν!» Ο Ατματζά πηγαίνει. Ο Λοκμάν πλησιάζει τον Μπεγιαζίτ και λέει: «Πρίγκηπά μου, έχετε ακόμα χρόνο, σας εκλιπαρώ, ας φύγουμε από δω.....» Ο Μπεγιαζίτ του ρίχνει μία ματιά και τον κάνει να σωπάσει.
Ο Σελίμ περιμένει στο δωμάτιό του με το σπαθί του. Εν τω μεταξύ, ο Ατματζά λέει στον Λάλα ότι ο Μπεγιαζίτ διέταξε ότι επιθυμεί να δει τον Σελίμ και ότι τον περιμένει έξω. Λάλα: «Τι έκανες, Τουγρούλ μπέι; Γιατί δεν τον εμπόδισες να έρθει εδώ; Δεν ξέρεις ότι στο τέλος αυτής της υπόθεσης όλοι θα χάσουν;» Ατματζά: «Περισσότερο φταίει ο Πρίγκηπας Σελίμ. Αν δεν είχε προσπαθήσει να βγάλει από τη μέση τον Πρίγκηπα Μπεγιαζίτ, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.» Λάλα: «Είναι αλήθεια;» Ατματζά: «Έστειλε μία κατάσκοπο στο παλάτι και δηλητηρίασε τον Πρίγκηπά μας. Αν δεν έφτανα έγκαιρα, δεν θα μπορούσαμε να τον σώσουμε. Και η γυναίκα ομολόγησε αργότερα, είπε ότι ο Πρίγκηπας Σελίμ και η Νουρμπανού την έστειλαν. Και μόλις ο Πρίγκηπας Σελίμ το έμαθε, δεν μπορούσαμε να τον σταματήσουμε.» Λάλα: «Πρέπει να τον πείσουμε! Αλλιώς θα χυθεί αίμα, Τουγρούλ μπέι! Αίμα!»
Ο Μπεγιαζίτ, εν τω μεταξύ, ρωτά τον Χουσεΐν: «Γιατί δεν έχουμε ακόμα νέα;» Χουσεΐν: «Μήπως συνέβη κάτι στον Ατματζά;» Και εκείνη τη στιγμή ανοίγουν οι πύλες και ο Λάλα με τον Ατματζά βγαίνουν. Λάλα: «Πρίγκηπά μου. Έμαθα όλα όσα συνέβησαν. Ο Πρίγκηπας Σελίμ έχει κάνει ένα μεγάλο λάθος. Αλλά, και αυτό που κάνετε εσείς τώρα δεν είναι επίσης σωστό. Ενώ έχετε δίκιο, μην κάνετε κάτι λάθος, πρέπει να γυρίσετε πίσω αμέσως.» Μπεγιαζίτ: «Δεν υπάρχει επιστροφή, Λάλα. Σήμερα όλα θα λογαριαστούν και αυτός ο λογαριασμός θα κλείσει! Αν ανοίξουν οι πύλες, άφησέ τους, δεν φοβάμαι κανέναν πια.»
Εκείνη τη στιμή οι πύλες ανοίγουν και ο Σελίμ βγάινει έξω. Η Νουρμπανού κοιτάζει έξω και ο Μουράτ έρχεται και λέει: «Πατέρα! Μητέρα, τι συμβαίνει; Γιατί ο θείος μου ο Μπεγιαζίτ ήρθε εδώ;» Νουρμπανού: «Θεός φυλάξοι!»
Ο Σελίμ και ο Μπεγιαζίτ κοιτούν ο ένας τον άλλον και μετά προχωρούν μπροστά. Μπεγιαζίτ: « Πρίγκηπα Σελίμ....δεν με περίμενες, έτσι δεν είναι;» Σελίμ: «Τι νομίζεις ότι κάνεις; Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να ανοίξεις πόλεμο;» Μπεγιαζίτ: «Είπες ψέματα για μένα μπροστά στον Μεγαλειότατό μας για το θέμα του απατεώνα Μουσταφά. Μετά έβαλες στο μάτι την περιουσία μου (το χρυσάφι) και προσπάθησες σαν κλέφτης να το σφετεριστείς. Και σα να μην έφτανε αυτό, έστειλες μία οχιά (την κατάσκοπο) στο παλάτι μου και με δηλητηρίασε. Έδωσες εντολή σ’αυτή τη γυναίκα να με δηλητηριάσει. Τώρα, χωρίς να ντρέπεσαι, με ρωτάς γιατί ήρθα μέχρι εδώ;» Σελίμ: «Για ποιο δηλητήριο λες;» Μπεγιαζίτ: «Φέρσου αντρίκια και υπεύθυνα για τις πράξεις σου. Μην το αρνείσαι.» Σελίμ: «Δεν έδωσα εγώ αυτή τη διαταγή! Και δεν θα την έδινα! Εσύ ήσουν αυτός που προσπάθησε να με δηλητηριάσει! Έβαλες δηλητήριο στο τραπέζι μου!» Μπεγιαζίτ: «Ανόητε! Μη με μπερδεύεις με τον εαυτό σου. Αν είχα προσπαθήσει να σε σκοτώσω, τότε, όπως ακριβώς τώρα, θα ερχόμουν ο ίδιος να σου πάρω τη ζωή.» Λάλα: «Πρίγκηπές μου! Για όνομα του Θεού, μην το κάνετε αυτό!»
Τραβούν τα σπαθιά και ο Μπεγιαζίτ λέει: «Είμαι εδώ μπροστά σου. Πολέμησε μαζί μου σαν ένας Πρίγκηπας!»
Η Νουρμπανού λέει: «Θεέ μου, βοήθησέ μας!»
Σελίμ: «Μπεγιαζίτ σου λέω για τελευταία φορά. Γύρνα πίσω!» Μπεγιαζίτ: «Δεν θα είναι πια εμείς, αλλά τα σπαθιά μας που θα μιλήσουν.» Καθώς η κατάσταση είχε γίνει θερμή, η Χιουρρέμ ανακοινώνεται.
Χιουρρέμ: «Τι νομίζετε ότι κάνετε;! Σκοπεύετε να σκοτώσετε ο ένας τον άλλον; Όσο ο Μεγαλειότατός μας είναι ζωντανος, θα χύσετε το αίμα ο ένας του άλλου! Ποιοι είστε! Είστε οι Πρίγκηπες αυτού του έθνους ή είστε κακοποιοί!» Μπεγιαζίτ: «Μητέρα, η κατάσταση δεν είναι όπως νομίζεις. Ο Πρίγκηπας Σελίμ προσπάθησε να με σκοτώσει με έναν απαίσιο τρόπο.» Σελίμ: «Λέει ψέματα, μητέρα!» Χιουρρέμ: «Συνέλθετε! Εσείς, που είστε οι Πρίγκηπες του Σουλτάνου Σουλεϊμάν! Πώς φθάσατε σ’αυτή την κατάσταση!» Δεν μπορεί να πάρει ανάσα και οι γιοι της τρέχουν κοντά τους. Λιποθυμά και ο Σουμπούλ την συγκρατεί.
Εν τω μεταξύ, ο Σουλεϊμάν περπατά με την Γκρατσία. «Είναι αλήθεια ότι στείλατε στον Κάρολο τον Ε΄ένα μικρό πακέτο με δώρα;» Σουλεϊμάν: «Έτσι λοιπόν, ξέρετε το λόγο σ’αυτή την κατάσταση.» Γκρατσία: «Έτρεξε μακριά από σας σαν ντοπαλή γυναικούλα που δεν έχει να σας δει για μήνες. Αφού παραλάβει τα δώρα, αναρωτιέμαι πώς θα είναι το πρόσωπό του. Αυτή είναι μία ιστορία που θα συζητιέται για εκατοντάδες χρόνια.» Σουλεϊμάν: «Θέλω να το ξέρετε αυτό, Σινιόρα. Δεν υποτιμώ τη δύναμη των γυναικών. Ήμουν μάρτυρας κάποιων γυναικών που είναι πιο δυνατές και θαρραλέες από κάποιους ανθρώπους.» Γκρατσία: «Όπως η Χιουρρέμ Σουλτάνα; Εντυπωσιάστηκα από τη Σουλτάνα μας. Είναι όπως όλες οι άλλες γυναίκες στον κόσμο. Είναι απαράμιλλής ομορφιάς. Δεν μπορώ ούτε να τη φανταστώ πώς ήταν στα νιάτα της! Το καταπληκτικό της μυαλό. Μία Αυτοκράτειρα που της αρμόζει ένας Αυτοκράτορας σαν κι εσάς.» Σουλεϊμάν: «Σινιόρα, έδωσα διαταγή αυτό το σπίτι να σας παραχωρηθεί. Αν υπάρχει κάτι άλλο που χρειάζεστε, πείτε μου και θα το φροντίσω.»
Η Μιχριμά κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη βλέποντας τα καινούργια σημάδια. Φτάνει ο Ρουστέμ! «Ο Μεγαλειότατός μας γύρισε από την Αδριανούπολη και θα τον επισκεφθώ τώρα.» Μιχριμά: «Δόξα τω Θεώ...εμεινε πάρα πολύ εκεί. Θα πάω να τον επισκεφθώ όσο πιο σύντομα γίνεται.» Ο Ρουστέμ φεύγει.Η Μιχριμά φωνάζει την παλλακίδα της και της λέει να καλέσει τον Πέδρο και να φέρει την αλοιφή του και η παλλακίδα ρωτά αν το ξέρει ο Ρουστέμ και η Μιχριμά λέει όχι και ότι δεν θα το ανακαλύψει, επειδή αν «δεν μπορεί να μεταφέρει σχόλια που είναι πολύ βαριά για κείνον, τότε δεν θα τον πείραζε αυτό.»
Η Χιουρρέμ είναι ξαπλωμένη αλλά είναι ξύπνια. Σουμπούλ: «Πώς είστε τώρα, ελπίζω να είστε καλύτερα;» Η Χιουρρέμ γυρνά στη γιατρό: «Τι μου συμβαίνει, χάτουν; Τι πρόβλημα υπάρχει;» Σουμπούλ: «Όταν είδατε τους Πρίγκηπές μας σ’αυτή την κατάσταση, δεν μπορέσατε να το χειριστείτε, Σουλτάνα μου. Όλα προέρχονται από τη θλίψη και τη στενοχώρια.» Γιατρός: «Ο Σουμπούλ Αγά έχει δίκιο, Σουλτάνα μου, Όλα προέρχονται από τη θλίψη και τη στενοχώρια. Ούτε τρώγατε σωστά.» Σουμπούλ: «Πάω να ετοιμάσω το τραπέζι τώρα για τη Σουλτάνα μας, και αν εσείς τελειώσατε, φύγετε τώρα.» Γιατρός: «Θα ετοιμάσω ένα σιρόπι, μην κουράζετε τον εαυτό σας, απλά ξεκουραστείτε.»
Ο Μπεγιαζίτ είναι μαζί με τον Λοκμάν και ο Σελίμ είναι εκεί. Μπεγιαζίτ: «Αν κάτι συμβεί στη μητέρα μας, θα σε θεωρήσω υπεύθυνο, Σελίμ.» Σελίμ: «Εσύ είσαι εκείνος που μου χτύπησε την πόρτα με το σπαθί του στο χέρι! Μας σέρνεις όλους μας, μαζί με τον εαυτό σου στην καταστροφή! Θα έπρεπε να το είχες σκεφτεί πρώτα αυτό πριν προσπαθήσεις να με σκοτώσεις! Ο Λάλα μπαίνει ύπουλα ανάμεσά τους: «Πρίγκηπές μου! Μην το κάνετε αυτό, σας παρακαλώ, σταματήστε, είδατε την κατάσταση της Χιουρρέμ Σουλτάνας, δείξτε λίγο έλεος.» Οι πόρτες ανοίγουν και η γιατρός βγαίνει. Ο Μπεγιαζίτ ρωτά πώς είναι και η γιατρός λέει ότι ξύπνησε και ότι είναι καλύτερα και ο Σελίμ ρωτά τι της συμβαίνει και γιατί λιποθύμησε. Η γιατρός λέει: «Ήταν ήδη κουρασμένη από το ταξίδι της και όταν είδε εσάς τα παιδιά της σ’αυτή την κατάσταση, δεν είχε τη δύναμη να το αντέξει. Αν μου επιτρέπετε, πρέπει να ετοιμάσω κάποιο φάρμακο.»
Η Χιουρρέμ είναι όρθια και λέει στον Σουμπούλ να της φωνάξει τους γιους της. Ο Σουμπούλ της λέει να μη βιάζεται και ότι άκουσε ότι ο γιατρός είπε ότι χρειάζεται ξεκούραση και ύπνο. Η Χιουρρέμ λέει: «Δεν είναι ώρα για ύπνο, αν δεν τους είχα προλάβει, ο Θεός ξέρει τι θα είχε συμβεί. Πες τους να έρθουν αμέσως.»
Ο Σουμπούλ ανοίγει τις πόρτες και μπαίνουν. Σελίμ: «Μητέρα, μητέρα μας τρόμαξες.» Μπεγιαζίτ: «Μητέρα, είσαι καλά ευτυχώς. Ελπίζω να μην πονάς.» Χιουρρέμ: «Όταν έχω τέτοια παιδιά, πώς μπορώ να είμαι καλά; Κοιτάξτε τα χάλια σας....Αν δεν είχα φτάσει έγκαιρα, τι θα είχε συμβεί; Θα μάθαινα τα νέα του θανάτου σας από την Πρωτεύουσα; Θα με κάνατε να περάσω πάλι τον πόνο του χαμού ενός παιδιού για άλλη μία φορά;» Μπεγιαζίτ: «Μητέρα, δεν ήθελα να σε αναστατώσω, αλλά ο Σελίμ δεν μου άφησε άλλη επιλογή.» Χιουρρέμ: «Τι σημαίνει αυτό;» Μπεγιαζίτ: «Πρώτα προσπάθησε να κλέψει το χρυσό που μου έστελνε η Μιχριμά. Προσπάθησα να τον προειδοποιήσω. Αλλά δεν είχε την ικανότητα να το αντιληφθεί. Έστειλε μία κατάσκοπο στο παλάτι μου. Αυτή η κατάσκοπος προσπάθησε να με σκοτώσει, δηλητηριάζοντάς με.» Χιουρρέμ: «Σελίμ, είναι αλήθεια όλα αυτά;» Σελίμ: «Είναι όλα ψέματα. Αυτός είναι που προσπάθησε να με δηλητηριάσει.» Μπεγιαζίτ: «Να φοβάσαι το Θεό, Σελίμ! Δεν φτάνει που λες ψέματα, με συκοφαντείς κιόλας!» Χιουρρέμ: «Σελίμ. Περίμενε έξω.»
Εν τω μεταξύ, ο Πέδρο λέει:
«Δεν καταλαβαίνω, Σουλτάνα μου, πώς εμφανίστηκαν ξανά αυτά τα σημάδια στο σώμα σας. Σας έδιναν τη φαρμακευτική αγωγή;» Μιχριμά: «Φυσικά.» Η παλλακίδα λέει: «Θα βρείτε μία λύση για το πρόβλημα της Σουλτάνα μας;» Πέδρο: «Είναι φανερό ότι η αλοιφή δεν ήταν η λύση. Υπάρχουν και άλλες λύσεις διαθέσιμες.» Μιχριμά: «Σαν τι;» Πέδρο: «Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε βδέλες. Θα σας ρουφήξουν το κακό αίμα....ή μπορεί να απλώσουμε λάσπη.» Μιχριμά: «Βδέλες...λάσπη. μάλλον δεν θα ήθελα να το ζήσω αυτό.» Πέδρο: «Υπάρχει και άλλος τρόπος. Αλλά δεν ξέρω αν θα συμφωνήσετε.» Μιχριμά: «Πες εσύ πρώτα, και μετά θα δω αν θα συμφωνήσω ή όχι.»
Εν τω μεταξύ, ο Μπεγιαζίτ εξηγεί στη Χιουρρέμ: «Έστειλε μία παλλακίδα στο χαρέμι μου. Η γυναίκα τα παραδέχθηκε όλα. Ο Σελίμ έδωσε διαταγή να βάλει δηλητήριο στο φαγητό μου. Σχεδόν πέθανα, μητέρα. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε, άλλωστε.» Χιουρρέμ: «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια....ο Σελίμ δεν θα έκανε ένα τέτοιο πράγμα. Ούτε πιστεύω πως είναι δυνατόν εκείνος να κλέψει το χρυσάφι και σίγουρα δεν θα είχε διατάξει το θάνατό σου. Δεν θέλει το θάνατό σου.» Μπεγιαζίτ: «Δεν είναι μόνο αυτά, μητέρα. Ρωτήστε τον Λοκμάν, όλο το χαρέμι είναι μάρτυρες.» Χιουρρέμ: «Ίσως ένας εχθρός σας έστησε παγίδα για να σας φέρει αντιμέτωπους.» Μπεγιαζίτ: «Μόνο ένα πρόσωπο υπάρχει που με βλέπει σαν εχθρό, μητέρα.» Χιουρρέμ: «Θα τα ξεχάσουμε αυτά, Μπεγιαζίτ. Αυτή η εχθρότητα θα λάβει τέλος.» Μπεγιαζίτ: «Αδύνατον. Πριν να έρθω εδώ έγραψα ένα γράμμα στο Μεγαλειότατό μας εξηγώντας του τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος που θα τιμωρούσα ο ίδιος τον Σελίμ.»
Χιουρρέμ: «Μπεγιαζίτ, τι έκανες. Αν ο Μεγαλειότατός μας το μάθει, θα είναι καταστροφή και για τους δυο σας! Δεν ξέρεις ότι ο θυμός του μπορεί να κάψει όλο τον κόσμο!» Μπεγιαζίτ: «Σκέφτηκα πολύ για να έρθω εδώ, πολύ.....Μητέρα, είστε καλά;»
Η Νουρμπανού μιλά με την Τζανφεντά: «Η Χιουρρέμ Σουλτάνα δεν θα το αφήσει έτσι. Ελπίζω, να μη με θεωρήσει υπεύθυνη.» Η πόρτα ανοίγει και ο Σελίμ λέει σε όλους να βγουν έξω. Σελίμ: «Νουρμπανού, τι έκανες;! Μου είπες ψέματα.» Νουρμπανού: «Τι λες, Σελίμ;» Σελίμ: «Η παλλακίδα στην Κιουτάχεια δηλητηρίασε τον Μπεγιαζίτ! Εσύ το έκανες αυτό, έτσι δεν είναι; Σε είχα εμποδίσει, σου είπα να μην το κάνεις, αλλά εσύ προχώρησες και το έκανες! Μου είπες ψέματα μπροστά στα μάτια μου. Πάψε! Από δω και πέρα δεν θα ανακατευτείς σ’αυτό το θέμα! Αν προσπαθήσιε να πεις άλλη μία κουβέντα, μάθε ότι θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.»
Ο Γκαζανφέρ φτάνει και πληροφορεί τον Σελίμ ότι η Χιουρρέμ τον περιμένει.
Εν τω μεταξύ, ο Σουμπούλ πάει στη γιατρό και λέει: «Για όνομα του Θεού, πες κάτι καλό, δώσε ελπίδα.» Γιατρός: «Έχω δει κι άλλους ασθενείς έτσι, Σουμπούλ Αγά, δυστυχώς οι μέρες της Σουλτάνας μας είναι μετρημένες. Δεν μπορούμε να της κρύβουμε την κατάστασή της για πολύ ακόμα. Πρέπει να μάθει την αλήθεια αμέσως.» Σουμπούλ: «Όχι, μην τολμήσεις, ήδη έχει πολλά προβλήματα και αν το μάθουν, τότε τα πράγματα θα ξεφύγουν από τον έλεγχο. Θα περιμένουμε προς το παρόν και αργότερα θα το κανονίσουμε.»
Η Χιουρρέμ είναι με τον Σελίμ: «Αυτά που είπε ο Μπεγιαζίτ είναι αλήθεια;» Σελίμ: «Λέει ψέματα, μην τον πιστεύετε. Προσπάθησε να με δηλητηριάσει. Η Νουρμπανού με έσωσε τελευταία στιγμή.» Χιουρρέμ: «Τότε γιατί εκείνος έκανε όλο αυτό το δρόμο για να έρθει εδώ; Γιατί τράβηξε το σπαθί του εναντίον σου;» Σελίμ: «Μία εξήγηση υπάρχει, δεν μπορούσε να χειριστεί το γεγονός ότι ο πατέρας μας επέλεξε εμένα ως διάδοχο. Προσπάθησε να βρει μία λύση, θα με έβγαζε από τη μέση και θα γινόταν ο μοναδικός διάδοχος του θρόνου.» Χιουρρέμ: « Όσα είπε ο αδερφός σου, δηλαδή, είναι ψέματα, σωστά; Και το χρυσό που του έστελνε η Μιχριμά και προσπάθησες να του κλέψεις; Κι αυτό ψέμα ήταν;» Σελίμ: «Βλέπω ότι τα λόγια μου δεν έχουν καμία αξία, γιατί εκείνος είναι ο Πρίγκηπας που έχετε μέσα στην καρδιά σας.Μία κουβέντα του είναι αρκετή.» Χιουρρέμ: «Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά. Δεν είναι η πρώτη φορά, Σελίμ. Παλαιότερα, είχατε συνεργαστεί με τον Αχμέτ Πασά και μου είχατε πει ψέματα κοιτώντας με κατάματα. Δεν το ξεχνώ. Η παλλακίδα που έστειλες στην Κιουτάχεια, τα ομολόγησε όλα. Μην το αρνείσαι άλλο.» Σελιμ: «Μητέρα.....» Χιουρρέμ: «Αρκετά. Η γλώσσα σου λέει την αλήθεια, αλλά τα μάτια σου φωνάζουν την αλήθεια. Κρίμα. Από πότε έγινες έτσι; Κρίμα. Άφησέ με μόνη.»
Εν τω μεταξύ, ο Σουλεϊμάν είναι με τον Ρουστέμ: «Πώς είναι η Μιχριμά;» Ρουστέμ: «Είναι καλύτερα. Σας στέλνει τους χαιρετισμούς της και θα σας επισκεφθεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα.» Σουλεϊμάν: «Έξοχα.» Ρουστέμ: «Άκουσα ότι ήρθατε με την Γκρατσία Μέντεζ. Φαίνεται ότι την εκτιμάτε. Δώσατε διαταγή να της παραχωρηθεί ένα σπίτι στον Γαλατά και της δώσατε την άδεια να κάνει εμπόριο. Θα ήθελα κι εγώ να συναντήσω αυτό το άτομο που εκτιμάτε τόσο πολύ.» Σουλεϊμάν: «Ο Σοκολλού το φροντίζει. Αυτή είναι ένα πολύ έμπειρο άτομο στο εμπόριο. Και έχεις δίκιο, την εκτιμώ. Θα εκμεταλλευθούμε την εμπειρία της και εκείνη θα ωφελήσει το κράτος μας.» Ρουστέμ: «Εσείς ξέρετε καλύτερα, Μεγαλειότατέ μου..»
Η Χιουρρέμ μιλά με τον Λοκμάν και τη Φαριγέ: «Με απογοητεύσατε και οι δυο σας. Σας έστειλα από δω να προστατεύσετε τα παιδιά μου από λάθος κινήσεις, αλλά εσείς δεν έχετε ιδέα. Αν δεν προλάβαινα, μόνο ο Αλλάχ ξέρει τι θα περνούσαμε.» Λοκμάν: «Συγχωρήστε μας, Σουλτάνα μου, προσπάθησα να καθησυχάσω τον Πρίγκηπα Μπεγιαζίτ, αλλά ξέρετε τη φύση του, είναι αδύνατον.» Φαριγέ: «Έκανα ό,τι μπορούσα, Σουλτάνα μου. Ο Αξιότιμος Λάλα σας έχει στείλει ήδη ένα γράμμα.» Χιουρρέμ: «Μη μιλάς καν....όταν σε έστειλα εδώ, σου είπα να προσέχεις τη Νουρμπανού. Δεν κατάφερες ούτε να το χειριστείς το θέμα. Όλα τα ψηλάφησες. Μη νομίζεις ότι το ξεχνώ.» Λοκμάν: «Σουλτάνα μου, είστε ενήμερη για το γράμμα που έστειλε ο Πρίγκηπας Μπεγιαζίτ στον Μεγαλειότατό μας; Προσπάθησα πολύ να του αλλάξω γνώμη, αλλά δεν με άκουγε.» Χιουρρέμ: « Τότε γιατί δεν εμπόδισες το γράμμα να φτάσει στην πρωτεύουσα;» Λοκμάν: «Το κρατούσε καλά. Αν προσπαθούσα να το εμποδίσω να σταλεί, εκείνος σίγουρα θα έστελνε άλλο. Πήρα όμως άλλη προφύλαξη. Έστειλα στον Σοκολλού Μεχμέτ Πασά να μην αφήσει το γράμμα να φτάσει στα χέρια του Μεγαλειότατού μας. Θα κάνει ό,τι χρειάζεται.» Φαριγέ: «Τι κάνατε, Αγά μου, μακάρι να το στέλνατε στον Ρουστέμ Πασά.» Λοκμάν: «Είχα το σκοπό μου. Ο Ρουστέμ είναι προκατειλλημένος, και ο ίδιος θα έδινε επί τόπου το γράμμα στον Μεγαλειότατό μας.» Χιουρρέμ: «Και αν ο Σοκολλού αποτύχει και το γράμμα φτάσει στον Μεγαλειότατό μας;»
Ο Σοκολλού εξετάζει τα έγγραφα με την Γκρατσία όταν ο Ρουστέμ φθάνει. Της συστήνει τον Ρουστέμ. Γκρατσία: «Είμαι τόσο χαρούμενη που τελικά σας γνωρίζω. Η φήμη σας έχει φτάσει στην άλλη άκρη του κόσμου.» Ρουστέμ: «Είναι πολύ φυσικό να έχετε ακούσει για τον Μεγάλο Βεζίρη του πιο ισχυρού έθνους στον κόσμο.» Σοκολλού: «Περιέγραφα στη Σινιόρα Μέντεζ, τα έθιμά μας και τους νόμους μας σχετικά με το εμπόριο που θα κάνει.» Ρουστέμ: «Σινιόρα Μέντεζ....» Γκρατσία: «Χαίρομαι που σας γνώρισα, Αξιότιμε Πασά. Αν μου το επιτρέπετε, κάποια άλλη στιγμή θα ήθελα να συναντηθούμε.» Ο Ρουστέμ φεύγει. Εκείνη ρωτά τον Σοκολλού αν ο Ρουστέμ είναι πάντα έτσι. Ο Σοκολλού λέει: «Είναι ιδιότροπος.»
Ο Ρουστέμ, εν τω μεταξύ, μιλά με τον Ζαλ: «Δεν με εντυπωσίασε η γυναίκα. Ο Μεγαλειότατός μας δέχθηκε την αίτησή της για προστασία. Εγώ θέλω να ξέρω κάθε βήμα που κάνει. Μην την αφήσεις από τα μάτια σου.»
Εν τω μεταξύ, η Χιουρρέμ βλέπει τον Λάλα Μουσταφά. «Σας ευχαριστώ, που αποφύγαμε μία μεγάλη συμφορά. Αλλά ο κίνδυνος δεν έχει ξεπεραστεί. Ο Πρίγκηπάς μου ο Μπεγιαζίτ έχει στείλει γράμμα στον Μεγαλειότατό μας όπου του λέει τα πάντα. Ευτυχώς που το γράμμα δεν θα φθάσει στα χέρια του Μεγαλειότατού μας.» Λάλα: «Με το θέλημα του Θεού, Σουλτάνα μου.....ο Λοκμάν μου είπε τα πάντα. Ο Μεχμέτ Πασάς είναι έξυπνος Βεζίρης. Θα κάνει ό,τι μπορεί.» Χιουρρέμ: «Λάλα, όλα αυτά που έκανε ο Πρίγκηπας Σελίμ,,,,είναι αλήθεια;» Λάλα: «Μίλησα με όλους στο παλάτι. Το άτομο που έσπειρε τους σπόρους της διχόνοιας στο μυαλό του είναι.....» Χιουρρέμ: «Η Νουρμπανού.....» Λάλα: «Εκείνη έστειλε την παλλακίδα της στην Κιουτάχεια. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι εκείνη διέταξε το θάνατο του Πρίγκηπα Μπεγιαζίτ.» Χιουρρέμ: «Τι κρίμα που έβαλα ένα φίδι στον κόρφο του γιου μου. Ο γιος μου δεν προσπάθησε να σταματήσει αυτό το φίδι. Αυτό είναι το χειρότερο.» Σουμπούλ: «Σουλτάνα μου, ηρεμήστε, σκεφτείτε την υγεία σας.» Λάλα: «Δεν πρόλαβα να σας ρωτήσω για την υγεία σας, Σουλτάνα μου. Ελπίζω να μην είναι σοβαρή κατάσταση;» Χιουρρέμ: «Είμαι καλά, πέρασα ένα επεισόδιο σήμερα από τη στενοχώρια μου. Τίποτ’αλλο.»
Η Φαριγέ προχωρεί προς τη Νουρμπανού: «Η ώρα που θα λογοδοτήσετε έφτασε, Νουρμπανού χάτουν. Η Χιουρρέμ Σουλτάνα σας περιμένει.» Η Νουρμπανού μπαίνει μαζί με τα παιδιά της. «Με ζητήσατε, Σουλτάνα μου. Ήθελαν και αυτά να σας δουν, όπως ξέρετε τους έχετε λείψει πάρα πολύ.» Χιουρρέμ: «Σουμπούλ, πήγαινε τον Πρίγκηπα Μουράτ και τις μικρές Σουλτάνες μου στο δωμάτιό τους. Θα τους δω μετά.» Νουρμπανού: «Δεν ξέρω τι νομίζετε, αλλά είμαι αθώα. Αν έκανα ένα λάθος, το έκανα άθελά μου. Σας ζητώ να με συγχωρήσετε......Σουλτάνα μου, σας εκλιπαρώ για χάρη των παιδιών μου. Πιστέψτε με, δεν φταίω σε τίποτα.» Χιουρρέμ: «Κάθε φορά πας και λίγο πας όλο και πιο μακριά. Με κάθε σου βήμα, βυθίζεσαι όλο και περισσότερο στο βούρκο. Αλλά πάντα κάπως τη γλιτώνεις. Αλλά το τελευταίο σου κατόρθωμα....είναι ασυγχώρητο.» Νουρμπανού: «Σας παρακαλώ, Σουλτάνα μου, μην το κάνετε.» Χιουρρέμ: «Λένε ότι το κακό που κάνει κάποιος στον εαυτό του, δεν μπορούν να του το κάνουν ούτε οι μεγαλύτεροι εχθροί του. Εσύ χάραξες το τέλος της πορείας σου. Υπέγραψες τη θανατική σου καταδίκη.»
Ο Γκαζανφέρ λέει στον Σελίμ ότι η Χιουρρέμ κάλεσε τη Νουρμπανού και ότι αυτό δεν είναι καλό σημάδι.
Η Νουρμπανού εκλιπαρεί και η Χιουρρέμ λέει: «Μη σπαταλάς τα δάκρυά σου, είναι ανώφελο.» Ο Σελίμ μπαίνει: «Τι συμβαίνει, μητέρα;» Χιουρρέμ: «Μην προσπαθήσεις να την υπερασπιστείς.» Σελίμ: «Πήγαινε στο δωμάτιό σου, Νουρμπανού....μητέρα.» Χιουρρέμ: «Αυτή κρύβεται πίσω από όλα. Είναι ο διάβολος που δηλητηριάζει το μυαλό σου. Έχει ξεπεράσει τα όριά της εδώ και πολύ καιρό.» Σελίμ: «Υπάρχει αιτία, μητέρα....θέλει να προστατεύσει το μέλλον των παιδιών της. Εσείς ξέρετε καλύτερα τι μπορεί να κάνει μία μητέρα.» Χιουρρέμ: «Σου απαγορεύω να με βάζεις στο ίδιο επίπεδο μ’αυτή την οχιά. Θα πληρώσει με τη ζωή της για όλα όσα έχει κάνει.» Σελίμ: «Δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό. Είναι η μητέρα των τεσσάρων μου παιδιών.» Χιουρρέμ: «Ό,τι έκανε δεν θα μείνει ατιμώρητο.» Σελίμ: «Φυσικά, επιτρέψτε μου να κάνω ό,τι χρειάζεται.»
Εν τω μεταξύ, ο Σουλεϊμάν δεν μπορεί να κοιμηθεί. Πηγαίνει σε ένα μεγάλο σεντούκι και πιάνει ένα γράμμα και το ξεδιπλώνει αργά αργά.
Το γράμμα της Χιουρρέμ: “Σουλεϊμάν. Σουλτάνε της ψυχής μου. Τυχερό μου. Αυτή η άμοιρη σκλάβα σας θα είναι σε θέση ποτέ να σας ξαναδεί; Θα ήθελα μία φορά ακόμα να μπορούσα να γονατίσω μπροστά σας. Τότε θα ήμουν η πιο τυχερή γυναίκα στον κόσμο. Ένας φόβος μου με κάνει να τρέμω είναι ότι θα με ξεχάσετε. Αν αυτός ο φόβος μου γίνει πραγματικότητα και με βγάλετε από την καρδιά σας, θα είμαι σαν ένα δέντρο που το άφησαν χωρίς νερό, θα μαραζώσω και θα πεθάνω.» Πηγαίνει στο δωμάτιό της και κάθεται πάνω στο κρεβάτι της.
Εν τω μεταξύ η γιατρός μετρά το οίδημα στον ώμο της Χιουρρέμ. «Τι κάνεις εκεί, γυναίκα;» Γυναίκα: «Μέτρησα το οίδημα και θα το καταγράψω. Πρέπει να παρακολουθώ αν μεγαλώνει ή μικραίνει. Αν μεγαλώσει, πρέπει να προβώ σε άλλη φαρμακευτική αγωγή. Ευτυχώ, που δεν πονάτε, Σουλτάνα μου.» Χιουρρέμ: «Όχι τώρα, αλλά είναι σα να υπάρχει μέσα μου ένα άσχημο, τρομακτικό πλάσμα και που ρουφά λίγο λίγο τη δύναμή μου. Είμαι τόσο κουρασμένη.»
Ο Σουμπούλ φθάνει εκεί που είναι η Φαριγέ και η Φαριγέ τον ρωτά τι συμβαίνει, γιατί φαίνεται τόσο λυπημένος: «Υπάρχει κάτι που δεν μου είπες;» Σουμπούλ: «Φύγε, άσε με μόνο.» Τα μάτια του δακρύζουν φέρνοντας στο νου της τη συζήτηση με τη γιατρό: «Η κατάσταση της Σουλτάνας μας είναι άσχημη. Έχει μία ανιλεή αρρώστια. Είναι μία τέτοια αρρώστια που δεν έχω ακούσει ή δει κάποιον να γλιτώνει από αυτήν.»
Ο Μπεγιαζίτ και ο Ατματζά περπατούν στους κήπους στη Μάνισα. Ατματζά: «Η ξαφνική άφιξη της Σουλτάνας μας με μπέρδεψε. Μήπως της το είπε ο Λοκμάν Αγάς;» Μπεγιαζίτ: «Όχι, ο Λάλα Μουσταφά. Αυτός πιθανόν να είχε αμφιβολίες για τον Σελίμ και της έγραψε. Είναι ο πιο έμπειρος από όλους.» Ατματζά: «Πιστεύετε ότι τα νέα του καθήκοντα μπορούν να έχουν μπερδέψει την αφοσίωση του Λάλα;» Μπεγιαζίτ: «Είναι οξύθυμος και καυστικός, ωστόσο εκπροσωπεί τον Μεγαλειότατό μας και επίσης είναι αφοσιωμένος στη μητέρα μου. Δεν βλέπω το λόγο να τον υποπτεύεσαι.» Ατματζά. «Όταν το γράμμα φτάσει στον Μεγαλειότατό μας, όλοι θα πληγωθούν. Η Χιουρρέμ Σουλτάνα φυσικά θα θελήσει να κρύψει το φταίξιμο των παιδιών της.»
Ο Σελίμ, εν τω μεταξύ, μιλά στον Λάλα και ρωτά πότε θα επιστρέψει ο Μπεγιαζίτ στο σαντζάκι του. Ο Λάλα λέει ότι η Χιουρρέμ του ζήτησε να μείνει λίγο παραπάνω και είναι προφανές ότι θέλει να μετριάσει τον θυμό του και ότι εκείνη θα θελήσει να τους φέρει και πάλι σε ειρήνη. Ο Σελίμ ρωτά πώς είναι αυτό δυνατόν και ότι το γράμμα θα φτάσει στον Σουλεϊμάν αργά ή γρήγορα. Ο Λάλα λέει ότι το γράμμα δεν θα φτάσει, επειδή δεν υπάρχει πιθανότητα. Ο Σελίμ ρωτά πώς μπορεί να είναι τόσο σίγουρος. Ο Λάλα λέει ότι, «ένας καλός κρατικός υπάλληλος έχει μάτια και αυτιά παντού, ξέρει ό,τι συμβαίνει, άσχημα ή καλά, αλλά αν δεν έχει καλή διαίσθηση, τότε ότι και να πω είναι ανώφελο.» Σελίμ: «Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι με σώσατε από μία μεγάλη καταστροφή καλώντας τη μητέρα μου εδώ. Αλλά ξέρω επίσης ότι αγαπάτε πολύ τον Πρίγκηπα Μπεγιαζίτ.......Λάλα, σου ζητώ να ξεχάσεις το παρελθόν και την αφοσίωσή σου στον Μπεγιαζίτ και τα αυτιά σου να ακούν και τα μάτια σου να βλέπουν ό,τι έχει σχέση με μένα. Θέλω έναν ισχυρό Λάλα όπως εσύ πίσω μου με όλη μου την καρδιά και την ψυχή.» Λάλα: «Με τιμάτε, Πρίγκηπά μου. Αλλά μην περιμένετε από μένα να πάρω θέση ανάμεσά σας. Δεν έχω άλλη επιλογή από το καθήκον μου να σας υπηρετώ εξίσου. Με την άδειά σας.» Γκαζανφέρ: «Πρίγκηπά μου, κι αν εκθέσει την πρότασή σας; Δεν μπορούμε να τον εμπιστευθούμε.» Σελίμ: «Δεν είναι απαραίτητο να τον εμπιστευθούμε. Είναι αρκετό γι’αυτόν να δουλεύει για μένα. Στο τέλος, όπως όλα τα ζητήματά μας, θα νομίζει ότι είναι για δικό του όφελος. Αν βλέπει το δικό του όφελος στο μέλλον μου και μπορέσω να τον πείσω γι’αυτό, τότε τα πράγματα θα αλλάξουν.»
Στην πρωτεύουσα, ο Σοκολλού είναι στο γραφείο του, όταν φτάνει ένα γράμμα. Ο Σοκολλού το διαβάζει και λέει: «Καλά έκανες, Ισμαήλ Αγά....όπως ακριβώς είπε ο Λοκμάν Αγάς. Αν αυτό το γράμμα είχε φτάσει στα χέρια του Μεγαλειότατού μας, η κατάσταση του Πρίγκηπα Σελίμ θα ήταν σε δυσάρεστη κατάσταση.»
Ο Ρουστέμ διαβάζει κάτι όταν ο Ζαλ φτάνει. Ρουστέμ: «Τι συμβαίνει, Ζαλ; Έχουμε νέαν από την Γκρατσία Μέντεζ;» Ζαλ: «Ένα γράμμα ήρθε από τον Πρίγκηπα Μπεγιαζίτ, Πασά μου. Ο Αγάς πήγε το γράμμα στον Σοκολλού αντί στον Μεγαλειότατο.» Ρουστέμ: «Τι λες, Ζαλ; Πώς τόλμησε;»
Βλέπουμε την Μιχριμα με τον Πεδρο στην ακρογιαλιά. Mιχριμα: «Αυτό το αλμυρό νερό πρόκειται να είναι η θεραπεία για την κατάστασή μου;» Πέδρο: «Ξέρετε για την ασθένεια της κατάθλιψης, Σουλτανα μου; Έχει να κάνει με την ψυχη ενός ατόμου. Αν η ψυχη είναι άρρωστη, τότε θα πάθει κατάθλιψη. Το σώμα και η ψυχή είναι πραγματικά ένα;» Μιχριμα: «Δηλαδή, εάν το σώμα ενός ατόμου είναι άρρωστο, τότε η ψυχή του θα είναι άρρωστη.» Πέδρο: «Εάν αυτές οι ψυχές περασουν πονο, τότε το ιδιο θα πάθουν και τα σώματα. Αυτή είναι η κατάστασή σας, Σουλτανα μου. Τα συμπτώματα προσπαθουν να σας πουν κάτι ίσως.» Mιχριμα: «Ας ελπίσουμε ότι δεν αρρωστήσω ξανα τώρα που με έχεις φέρει σε αυτή τη θάλασσα.» Πέδρο: «Το νερό είναι καλό για την υγεία σας, ο καθαρός αέρας, το φως του ήλιου, τα έχετε στερηθεί ολα αυτά ως πριγκίπισσα κλειδωμένη μακριά σε ένα πύργο από έναν δράκο.» Μιχριμα: «Δεν είμαι πριγκίπισσα, μια Σουλτάνα είμαι, και ποιον αποκαλείς δράκο;» Πέδρο: «Ξέρετε πολύ καλά.» Περπατούν προς τα κύματα και στη συνέχεια η υπηρετρια φτάνει λέγοντας: «Σουλτανα μου, θα κρυώσετε, έχουμε μείνει πολύ ωρα έτσι κι αλλιώς.» Μιχριμα: «Έχεις δίκιο, ας πάμε.»
Ο Ρουστεμ πηγαίνει εν τω μεταξύ για να δει τον Σοκολλου: «Πού είναι το γράμμα;» Σοκολλου: «Ποιο γράμμα, τι είναι αυτά που λέτε, Πασά μου;» Ρουστεμ: «Μιλώ για την επιστολή που ήρθε από τον πρίγκιπα Μπεγιαζίτ. Πού είναι;» Σοκολλου: «Εγώ δεν γνωρίζω για τετοια επιστολή, Πασά μου.» Ρουστεμ: «Και γιατί να ήταν εδώ άλλωστε!» Ρουστεμ: «Νομίζετε ότι μπορει να πετάξει πουλί σε αυτό το παλάτι και δεν θα μαθω γι 'αυτό; Ό, τι κρύβεις να ξέρεις ότι θα εμφανιστεί μπροστα μου, προσεύχομαι να μην είναι κάτι που θα με εξοργίσει.» Βλέπουμε τον Σοκολλου να καιει το γράμμα μετά την αποχώρηση του Ρουστεμ.
Στη Mανισα, η Χιουρρεμ: «Ευτυχώς που δεν υπήρξε θόρυβος από την Πρωτεύουσα. Ο Σοκολλου πρέπει να μερίμνησε για την επιστολή του Μπεγιαζίτ.» Φαριγε: «Χάρη στον Λοκμαν Αγά που έκανε σωστά τη δουλειά του.» Χιουρρεμ: «Από τώρα και στο εξής πρέπει όλοι να είναι προσεκτικοί.» Φτάνει ο Μπεγιαζίτ: «Μητέρα, δεν θέλω τον Λοκμαν Αγά δίπλα μου πια. Εχει εμποδίσει το γράμμα μου να φτάσει στον Μεγαλειότατο μας. Δεν μπορώ να κρατήσω κάποιον σαν αυτόν πια.» Χιουρρεμ: «Έλα να καθίσεις γιε μου, να ηρεμήσεις. Μπεγιαζίτ, ο Λοκμαν έκανε το σωστό. Η επιστολή θα έκαιγε πρώτα εσένα. Ο Σελίμ μπορούσε να αρνηθεί τα πάντα, αλλά εσυ ήρθες στο σαντζάκι του αδερφού σου με στρατό. Δεν θα μπορουσε να υπάρξει καμία εξήγηση ή άρνηση σε αυτό. Ό,τι και να κάνετε, είστε και οι δύο μέρος της ψυχής μου. Η μεγαλύτερη προσευχή μου είναι να μην ζήσω άλλη απώλεια ενός παιδιού. Ολη η καρδιά και η δύναμή μου είναι μαζί σου , αλλά μην περιμένεις ποτέ να κανω κατι που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του Σελίμ. Ποτε.» Μπεγιαζίτ: «Σε αυτή την περίπτωση, επιτρέψτε μου να γυρίσω στο Σαντζάκι μου μητέρα. Πρώτα θα καθίσετε με τον Σελίμ να μιλήσετε και να λύσετε το θέμα φιλικά.» Η Χιουρρέμ αισθάνεται ξαφνικά πόνο.
Εν τω μεταξύ, ο Σοκολλου είναι με τον Σουλεϊμάν. Σουλευμαν: «Ποια είναι η κατάσταση της Σινιόρα Μεντεζ;» Σοκολλου: «Έχει μετακομίσει στο σπίτι της, και σας ευγνωμονεί. Έχει ξεκινήσει διαπραγμάτευση, τα πλοία της θα είναι εδώ μέσα σε λίγες ημέρες. Η Μιχριμα φτάνει με την κόρη της. Mιχριμα: «Μας λείψατε πολύ, Μεγαλειότατε.» Σουλευμαν: «Βλέποντας το χαμογελαστό σου πρόσωπό, φέρνει χαρά στην ψυχή μου. Προσεύχομαι ότι έχεις βρει την υγεία σου.» Μιχριμα: «Κάποια στιγμή έρχεται και φεύγει. Ευχαριστώ τον Θεός και τον Μεχμέτ Πασά που εφερε τον γιατρο Πεδρο και μπόρεσα να θεραπευτώ.» Σουλευμαν: "Ωραια!" Σοκολλου: «Μεγαλειότατε, με την άδειά σας, θα ήθελα να παραχωρήσω τον Σινιόρ Πεδρο, ως δώρο στην Σουλτανα μας. Από εδώ και εμπρός θα είναι γιατρός στην υπηρεσία της σουλτάνας μας.» Σουλευμαν: «Τον θεωρώ κατάλληλο.»
Ο Σελιμ είναι στη βεράντα του,
όταν φτάνει η Νουρμπανου. Σελιμ: «Δεν σου ειπα να μην βγεις απο το δωμάτιό σου;»
Νουρμπανου: «Παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό Σελίμ. Μην πέσεις στις παγίδες των
εχθρών μας. Θέλησα ποτε το κακό σου; Μόνη επιθυμία μου είναι να προστατέψω
εσένα και τα παιδιά μας.» Σελίμ: «Nουρμπανου,
επέστρεψε στο δωμάτιό σου.» Nουρμπανου:
«Αν είναι ετσι, τότε να μου δώσεις ό, τι τιμωρία έχεις στο μυαλό σου ήδη. Αν
θέλεις να πάρεις τη ζωή μου, είμαι πρόθυμη. Μονο μην με κρατήσεις μακριά από
εσένα. Μην με τιμωρήσεις με την απουσία σου.» Σελίμ: «Nουρμπανου, επεστρεψε στο
δωμάτιό σου.»
Ο
Λάλα μιλάει στον Μπεγιαζίτ: "Πρίγκιπα μου, αν είχατε πάει στον
Μεγαλειότατο μας, αντί να έρθετε εδώ, τότε ο Πρίγκιπας Σελιμ δεν θα μπορούσε να
σωθεί από αυτό το θέμα.» Μπεγιαζιτ: «Μην μιλάτε με άγνοια. Ο Σελίμ θα το ειχε
αρνηθεί και ο Μεγαλειότατος μας, ως συνήθως, θα τον πίστευε. Οπως και να χει η
πραγματική μου ανησυχία είναι η μητέρα μου. Ο γιατρός είπε ότι δεν είναι
σοβαρό, αλλά δεν την βλέπω καλά. Κοίταξε το.»
Ο Πεδρο φτάνει με τις αλυσίδες
στον Σοκολλου: «Πασά μου, τι συμβαίνει; Ανησύχησα όταν με καλέσατε ξαφνικά.»
Σοκολλου: «Δεν είσαι πλέον ο γιατρός μου, Πεδρο.» Πεδρο: «Τι ... με έχετε
ελευθερώσει;» Σοκολλου: «Τι απελευθέρωση άνθρωπε μου; Σε έδωσα ως δώρο ... ως
δώρο.» Πεδρο: «Μήπως έκανα κάτι λάθος; Σε ποιόν ... με κάνατε δώρο ... πού;»
Βλέπει την Μιχριμα. Σοκολλου: «Σουλτανα μου, ο Σινιόρ Πεδρο, από τωρα και στο
εξης ειναι στην υπηρεσία σας.» Mιχριμα:
«Σας ευχαριστώ, Μεχμέτ Πασά.» Οι αλυσίδες του Πεδρο ξεκλειδώνονται. Mιχριμα: «Σινιόρ Πεδρο
είσαι ο προσωπικός μου γιατρός. Δεν είστε ευχαριστημένος;» Πεδρο: «Είμαι πάντα
ειλικρινής μαζί σας ... Το να αγοράζομαι και να πωλούμαι σαν σκλάβος, ή να
δίνομαι σαν δωρο σε κάποιον δεν με κάνει ευτυχισμένο. Αλλά το να είναι μαζί
σας, να είμαι κοντά σε σας, είναι η μεγαλύτερη επιθυμία μου. Τουλάχιστον έχω
φυγει μακριά από τον Σοκολλου, Μεχμέτ Πασά.»
Εν
τω μεταξύ ο Ζαλ είναι με τον Ρουστεμ ο οποίος λέει: «Είσαι σίγουρος γι 'αυτό;» Zαλ: «Ο
Σοκολλου τον δώρισε προσωπικά.» Ρουστεμ: «Λένε ότι δεν πρεπει να σε νοιάζει για
τον σκύλο του οποίου ο θάνατος πλησιαζει.»
Εν τω μεταξύ, η Μιχριμα φτάνει
και η υπηρετρια της την συναντα. Η Μιχριμα της λέει: «Είναι δωρο από τον Μεχμέτ
Πασά, βρες του χωρο για να εγκατασταθει.» Υπηρετρια: «Πώς μπορεί αυτό να γίνει,
Σουλτανα μου, ο Ρουστεμ πασάς θα κάψει το παλάτι στα κεφάλια μας.» Μιχριμα: «Ο
Μεγαλειότατος μας ξέρει. Δειξε στον Πεδρο που θα μείνει και μην επεμβαίνουν στα
υπόλοιπα.
Εν τω μεταξύ, η Γκρατσια είναι
με τον Σοκολλου που της εξηγεί τη θέση για τα πλοία της. Ότι δεν θα πρέπει να
βρεθεί στην προβλήτα και θα πρέπει να περιμένουν στα ανοιχτα νερα για λίγες
ημέρες και στη συνέχεια να δέσουν. Η Γκρατσια λέει ότι θα προτιμούσε τα πλοία
της να δέσουν στο λιμάνι το συντομότερο δυνατόν, επειδή ο χρόνος είναι χρήμα
και δεν έχει χρόνο για χάσιμο. Ο Σοκολλου της λέει ότι αυτή τη φορά θα γίνει
όπως θέλει. Ο Ρουστεμ μπαινει και η Σινιόρα λέει ότι θα τον συναντουσε γρήγορα,
αλλά αυτός την οδηγει εξω λεγοντας: «Σινιόρα αργότερα, παρακαλώ να φύγετε.»Όταν μένει με τον Σοκολού, του λέει: «Τι νομίζεις ότι κάνεις, με ποιο σκοπό δώρισες στη σύζυγό μου αυτόν τον ψεύτη υπηρέτη;» Σοκολλού: «Ο Μεγαλειότατος μας επίσης το είδε ως αρμόζων, και τι πρόβλημα υπάρχει, δεν καταλαβαίνω; Είναι γιατρός της για αρκετό καιρό έτσι κι αλλιώς.» Ρουστέμ: «Ξέρεις ότι δεν θέλω αυτόν τον άνθρωπο στο παλάτι μου, Σοκολλού! Το κάνεις επίτηδες!» Σοκολλού: «Τον δώρισα, γιατί πίστευα ότι θα μπορούσε να ωφελήσει την Σουλτάνα μας. Ο Μεγαλειότατος μας και η Σουλτάνα μας χάρηκαν πολύ με αυτό το δώρο.» Ρουστέμ: «Πάντα κρύβεσαι πίσω από την πλάτη του Μεγαλειότατου και της Σουλτάνα μας. Αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι. Δεν πρόκειται ! Κολυμπάς σε επικίνδυνα νερά. Θα προκαλέσω μια τέτοια καταιγίδα που δεν θα είσαι καν σε θέση να βρεις προστασία σε κανένα λιμάνι.»
Η Γκρατσια γκρινιάζει και λέει στον σύνοδο της: «Αυτό δεν είναι καθόλου καλό. Η σχέση μου με τον Ρουστέμ πασά έπρεπε να ήταν πολύ καλύτερη. Δέχομαι κι ένα μέρος από το μίσος του, που δείχνει προς τον Μεχμέτ Πασά.» Συνοδός: «Μην στενοχωριέστε, Σινιόρα, έχω κάποια νέα που θα σας ευχαριστήσουν πολύ.Τα πλοία σας είναι έτοιμα να φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη.»
Ο Πέδρο βλέπει το δωμάτιό του, και ζητά λίγο ψωμί και φρούτα, καθώς δεν έχει φάει από το πρωί. Νομίζει ότι ο Αγάς επέστρεψε και λέει: «Είναι ένα όμορφο δωμάτιο.» Αλλά στην πραγματικότητα είναι ο Ρουστέμ που τον χαστουκίζει. Και κατόπιν αρχίζει να τον ξυλοκοπά. Εν τω μεταξύ, φτάνει η παλλακίδα να ενημερώσει την Μιχριμά. Ρουστέμ: «Γιατί ήρθες! Μίλα!» Πέδρο: «Ο Σοκολλού Πασάς με δώρισε.» Ρουστέμ:«Θα έρθει και η δική του η σειρά, θα ξεριζώσω τα σωθικά και των δυο σας.» Ακριβώς τότε φτάνει η Μιχριμά. Ρουστέμ: «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, Μιχριμά.» Ο Ρουστέμ τραβά μαχαίρι και τότε η Μιχριμά λέει: «Τον ελευθέρωσα! Τον ελευθέρωσα!» Ρουστέμ: «Τον ελευθέρωσες είναι αλήθεια;» Μιχριμά: «Είναι ελεύθερος τώρα, αν βλάψεις έστω και μια τρίχα από το κεφάλι του, θα σε αναφέρω στον δικαστή. Θα δικαστείς σαν εγκληματίας. Αν τον σκοτώσεις, ποτέ δεν θα σωθείς από την οργή του Μεγαλειότατου μας.» Ο Ρουστέμ τον αφήνει. Ρουστέμ: «Δεδομένου ότι είναι ελεύθερος, σύμφωνα με τους κανόνες μας δεν μπορεί να ζήσει εδώ. Αγάδες! Πάρτε αυτό το σκυλί έξω, και να φύγει το συντομότερο δυνατό από την Πρωτεύουσα!»
Ο Μπεγιαζίτ είναι με με τον Λοκμαν και κοιταζουν ένα κορίτσι. Λοκμαν: «Από ό, τι έχω μάθει, αυτό είναι το κορίτσι που ψάχνατε, η αδελφή της Ντέφνε χατουν, Άννα.» Μπεγιαζίτ: «Μοιάζει στην αδελφή της. Ποτέ δεν θα συγχωρήσω τον Σελίμ, Λοκμαν. Ειδικά από τη στιγμή που χρησιμοποίησε ένα αθώο παιδί και μια απελπισμένη γυναίκα. Κανένας πόλεμος και κανένα τέλος δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει κάτι τέτοιο.»
Στην Κιουτάχεια, η κόρη του Μπεγιαζίτ λέει σε έναν αγά ότι θέλει να δει την Ντέφνε και ότι τους διατάζει. Η Κάλφα λέει ότι την προδοσία στο πρόσωπο της μητέρας της, και σχολιάζει την ατυχία της να είναι χωρίς μητέρα. Το κοριτσάκι συνεχίζει να τους λέει να ανοίξουν την πόρτα. Η Κάλφα φτάνει και της λέει ότι ο Μπεγιαζίτ, ο πατέρας της δεν θα επιτρέψει στην Ντέφνε να δει κανέναν. Το κοριτσάκι ρωτά γιατί όχι, και ρωτά τι έχει κάνει. Η Κάλφα λέει ότι δεν μπορεί να της πει και στη συνέχεια ζητά από μια παλλακίδα να την πάρει στο δωμάτιό της. Η πόρτα ανοίγει και η Ντέφνε ρωτά αν υπάρχει κάποιος τρόπος να δει την Αισε Σουλτάνα. Η Κάλφα λέει όχι και ότι ο μόνος λόγος που είναι ζωντανή είναι εξαιτίας του παιδιού που εγκυμονεί. Η Ντέφνε της λέει ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κάνει όσα έκανε λόγω της αδελφής της. Η γυναίκα της λέει πως η Nουρμπανού πρέπει από καιρό να έχει πάρει ζωής της αδελφής της. Της δίνει το δίσκο με το φαγητό και φεύγει.
Ο Ρουστέμ φωνάζει στη Μιχριμά: «Με τι μυαλό θα δεχόσουν αυτόν τον διάβολο ως δώρο; Δεν ξέρεις ότι ποτέ δεν θα έδινα άδεια για κάτι τέτοιο; Κοίτα με, κοίτα το πρόσωπό μου!» Έχει δάκρυα στα μάτια του. Ρουστέμ: «Εγώ ήμουν πάντα πιστός σε σένα. Μία μόνο λέξη σου άξιζε περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο για μένα. Αλλά πάντα προσποιούσουν σαν να μην ήμουν εδώ. Τις περισσότερες φορές ξεχνάς ακόμη και ότι είσαι η γυναίκα μου Μιχριμά. Αλλά τώρα όλα έχουν αλλάξει. Τα πάντα. Με το έγγραφο αυτό της ελευθερίας του Πέδρο, κι εγώ απελευθερώνω την αγάπη μου για σένα. Σήμερα είναι η μέρα που η αδυναμία μου και η αγάπη μου για σένα τελειώνει. Από τώρα και στο εξής, ο γάμος μας είναι απλώς μια συμφωνία. Μην κάνεις τίποτα που θα με κάνει να φαίνομαι κακός. Θα καταστρέψω τη φήμη σου ( αν το κάνεις αυτό ). Ακόμη και αν αυτό κοστίσει τη ζωή μου, θα το κάνω. Ξέρω ότι θα το κάνω.» Ο Ρουστέμ λέει στον αγά έξω να δώσει το έγγραφο στον Πεδρο και ότι θα φύγει με το πρώτο πλοίο από την πρωτεύουσα. Εν τω μεταξύ ο Πέδρο περιμένει έξω και παίρνει την επιστολή από τον αγά που του λέει πως την έστειλε ο Ρουστέμ. Ο Πέδρο ρωτά εάν με αυτό το έγγραφο μένει ελεύθερος και ο αγάς γνέφει και λέει ότι ο Ρουστέμ έχει πει ότι πρέπει να φύγει αμέσως από την πρωτεύουσα.»
Στην Mανισα, η γιατρός εξετάζει το οίδημα στον ώμο της Χιουρρέμ και λέει ότι έχει μικρύνει και ότι σαφώς πρόκειται να γίνει καλύτερα. Η Χιουρρέμ είναι χαρούμενη: «Το ήξερα έτσι κι αλλιώς, είναι όλα από το άγχος και τη θλίψη.» Ο Σουμπούλ της φέρνει λίγο γάλα και εκείνη του λέει ότι το οίδημα έχει μικρύνει και ότι όπως είχε μαντέψει δεν είναι τίποτα σημαντικό. Ο Σουμπούλ κοιτάζει την γιατρό και θυμάται τα λόγια της σε ένα φλασμπακ: «Της έδωσα φάρμακα, θα μειώσει το πρήξιμο. Έτσι που θα σκεφτεί ακόμη και ότι έχει θεραπευτεί, όμως, δεν θα διαρκέσει για πολύ, Σουμπούλ αγά.» Όταν η γιατρός φεύγει, η Χιουρρέμ λέει στον Σουμπούλ: «Τώρα υπάρχει μόνο ένα πράγμα που ενοχλεί την ψυχή μου. Οι πρίγκηπες μου, αν μπορέσω να σταματήσω την έχθρα μεταξύ τους, τότε μπορώ να φύγω από εδώ ήρεμη.» Σουμπούλ: «Θεού θέλοντας, Σουλτάνα μου.» Η γιατρός πηγαίνει στο γραφείο της και βρίσκει εκεί τον Λάλα. Λάλα: «Ποια είναι η ασθένεια της Χιουρρέμ Σουλτάνας; Ας ελπίσουμε ότι δεν είναι κάτι άσχημο;» Γιατρός: «Η Σουλτάνα μας είναι πολύ καλά... έχει ένα οίδημα στο σώμα της, ένα καλοήθη όγκο. Δεν είναι σημαντικό.» Λάλα: «Τότε γιατί δίνετε τόσο μεγάλη σημασία σε αυτή την ασθένεια; Έχετε σχεδιάσει ακόμη και το σχήμα του. Έχετε γράψει σελίδες για την κατάστασή της. Είναι προφανές, κάτι κρύβετε. Προφανώς σας έχουν προειδοποιήσει. Μην ανησυχείτε, δεν θα το πω σε κανέναν. Κοιτάξτε, χατουν εκπροσωπώ την βούληση του Μεγαλειότατου μας σε αυτό το παλάτι. Αν ο Μεγαλειότατος μας νομίσει ότι υπάρχει κάτι κρυφό πρώτα το κεφάλι σας θα πέσει.» Γιατρός: «Ο Σουμπούλ αγά μου είπε να το κρύψω. Η Χιουρρέμ Σουλτάνα δεν ξέρει καν γι 'αυτό. Έχει μια ανίατη ασθένεια. Δ εν της έχει μείνει πολύς χρόνος.»
Ο Λάλα είναι στην διάδρομο και συναντά τον Μπεγιαζίτ: «Ερχόμουν να σε δω Λάλα, ρώτησες τριγύρω; Ποια είναι η ασθένεια της μητέρας μου;» Λάλα: «Δόξα τω Θεώ, δεν είναι τίποτα σοβαρό, πριγκηπα μου, μίλησα με την γιατρό, η Σουλτάνα μας είναι καλά, την έχουν καταβάλει τα τελευταία γεγονότα.» Μπεγιαζίτ: «Με κάνατε να αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Κάποια απόσταση, έχει δημιουργηθεί μεταξύ μας. Ο Σελίμ πρέπει να έχει προσπαθήσει να σας κάνει πλύση εγκεφάλου, όμως σας έχω πλήρη εμπιστοσύνη. Δεν κάνω λάθος, σωστά, Λάλα; Μπορώ να σε εμπιστευτώ;» Λαλα: «Μην αμφιβάλετε, πριγκηπα μου.» Μπεγιαζίτ: «Ωραία. Ξέρω ότι σας παραμέλησα, δεν άκουσα τις συμβουλές σας, αλλά από τώρα και στο εξής, θα χρησιμοποιήσω περισσότερο την εμπειρία σας.»
Η Μιχριμά είναι με την παλλακίδα της. Παλλακίδα: «Δεν θέλω να υπερβώ τα όριά μου, αλλά ήταν προφανές ότι ο Ρουστέμ πασάς δεν θα του επέτρεπε να μείνει. Ευτυχώς η Χιουρρέμ σουλτάνα δεν είναι εδώ, αν ήξερε τι θα έλεγε γι' αυτό;» «Μιχριμά: «Για όλα αυτά τα χρόνια έζησα όπως ήθελε η μητέρα μου. Παντρεύτηκα τον άντρα που ήθελε να παντρευτώ. Γι 'αυτό τα βρήκα με τον Ρουστέμ για χάρη για της ίδιας και του Μπεγιαζίτ. Ήθελα να πάρω διαζύγιο, αλλά ποτέ δεν με πήραν σοβαρά υπόψη. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, μπορούσα να απολαύσω την παρέα κάποιου... δεν περίμενα τίποτα βέβαια, απλά ήθελα να είναι κοντά μου, αυτό είναι όλο. Που ήταν το κακό σε αυτό;»
H Χιουρρεμ κάθεται στο τραπέζι, όταν φτάνει ο Σελίμ. Χιουρρεμ: «Κάθισε.» Σελίμ: «Μητέρα, μακάρι να υπήρχε ένας τρόπος για να διαγράψετε την σκηνή που είδατε όταν ήρθατε.» Χιουρρεμ: «Το εύχομαι, Σελίμ. Το εύχομαι.» Σελίμ: «Ο Μεγαλειότατος μας δεν πρέπει να μαθει όλα αυτά τα αρνητικά πράγματα που έχουν γινει. Σωστα;» Χιουρρεμ: «Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να εγκρίνω αυτό που εσυ ή ο Μπεγιαζίτ έκανε, αλλά έχεις δίκιο. Ο Μεγαλειότατος μας δεν θα μάθει αυτό που συνέβη. Μόνο που, από τώρα και στο εξής , θα ακούτε όλα όσα λέω, από τώρα και στο εξής δεν θα κάνετε πράγματα από μονοι σας.» Ακουγεται ένα χτύπημα και ο Μπεγιαζίτ φτάνει. Σελιμ: «Καταλαβαίνω γιατί με καλέσατε μητέρα.» Μπέγιαζιτ: «Αν φύγω, θα είναι καλυτερα, μητέρα.» Χιουρρεμ: «Φτάνει. Καθίστε και μην δοκιμάζετε την υπομονή μου, είμαι κουρασμένη από την έχθρα σας. Σελιμ… ζητα συγγνώμη από τον Μπεγιαζίτ.» Σελίμ: «Δεν έκανα τίποτα για να ζητήσω συγχώρεση, μητέρα. Αλλά για την ηρεμια και για σας, θα ζητήσω συγγνώμη.» Μπεγιαζίτ: "Δεν υπάρχουν όρια στην υποκρισία σου. Σωστα, Σελίμ; Η μητέρα προσπαθει χωρίς λόγο.» Σελίμ: «Μητέρα, κάνω ό, τι μπορώ, αλλά βλεπετε, ο Μπεγιαζίτ δεν αλλάζει.» Χιουρρεμ: «Αρκετά. Πάψτε και ακούστε με. Συνέλθετε επιτελους. Αν με λενε Χιουρρεμ, αυτό το βράδυ θα πρέπει να γίνει ειρήνη εδώ.
Βλέπουμε την Γκρατσια να φευγει από το λιμάνι, μεσα στο σκοτάδι. Η Χιουρρεμ συνεχίζει: «Μπορειτε να ζήσετε με ειρήνη και ευτυχία. Πολλοί εχθροί καταλήγουν να γίνουν φίλοι μεταξύ τους. Είστε αδέλφια.» Μπεγιαζιτ: «Μητέρα, καταλαβαίνω πολύ καλά, όμως, αν κάποιος χάνει την εμπιστοσύνη του, είναι σχεδόν αδύνατο να την ανακτήσει. Αλλά και πάλι, για χάρη σου, εγώ θα αγνοήσω αυτό που έκανε ο Σελίμ αυτή τη φορά, όμως, αν δεν σταματήσει, τότε μόνο ο Θεός μπορεί να με σταματήσει την επόμενη φορά.» Χιουρρεμ: « Ο αδελφός σου δεν θα κάνει λάθος ξανα, το εγγυώμαι.» Μπεγιαζιτ: «Κατι ακομα. Η κατάσκοπος που ο Σελίμ έστειλε στην Κιουτάχεια έχει μια αδελφή εδώ ... θα έρθει μαζί μου.» Χιουρρεμ: «Ποιος είναι ο σκοπός σου με αυτό που κανεις; Όταν η γυναίκα γεννήσει θα εκτελεστεί, σωστά;» Μπεγιαζιτ: «Δεν έχω καμία πρόθεση να την συγχωρήσω, όμως δεν ειναι κακή κοπέλα, εκανε μια θυσία. Έκανε τα πάντα για να σώσει την μικρή αδελφή της. Είναι δικαίωμά της να δει την αδελφή της τις τελευταίες μέρες της. Αν μένει εδώ, το αποτέλεσμα θα είναι προφανές ούτως ή άλλως.» Ο Μπεγιαζίτ φευγει.
Ο Σελίμ σχολιάζει: «Ο Βαγιαζίτ και το έλεος του....» Χιουρρεμ: «Ελα στα συγκαλά σου. Δώσε στον Μπεγιαζίτ το παιδί που θελει.» Σελιμ: «Μητέρα, θα είμαι ένας άξιος γιος σας. Αλλά αν ο Μπεγιαζίτ δεν σταματήσει, τότε αυτό είναι ένα άλλο θέμα.» Χιουρρεμ: «Δεν έχω καμια αμφιβολία για τον Μπεγιαζίτ. Θα σταματήσει. Εφ 'όσον μπορέσεις να ελέγξεις αυτο το διάβολο. Απαλλάξου από το διάβολο που εχεις στο χαρέμι σου μία και καλη.»
Βλέπουμε την Γκρατσια και τον συνοδό της να μπαίνουν κρυφά σε ένα πλοίο όπου υπάρχουν άνθρωποι κάτω από κουβέρτες. «Καλώς ήρθατε αδελφοί μου. Δεν υπάρχει πιο σκλαβιά για σας από τώρα και στο εξής. Δεν υπάρχει πλέον Πάπας, ούτε άλλη Ιερά Εξέταση. Είστε ελεύθεροι και ασφαλείς στα Οθωμανικά εδάφη.» Ένα από τα κορίτσια την ευχαριστεί . Καθώς γυρίζει πίσω στην ακτή, βλέπουμε τον Ζαλ να κρυφοκοιτάζει από μια γωνία.
Ο Σοκολλού και η Γκρατσία περπατάνε στο διάδρομο προς το δωμάτιο του Σουλτάνου. Σοκολλού: «Γιατί ο Μεγαλειότατος μας κάλεσε και τους δυο, Σινιόρα;» Γκρατσί : «Δεν ξέρω, πασά μου.» Ο Ρουστέμ βγαίνει και τους χαιρετάει. Ο Σουλεϊμάν είναι στο δωμάτιό του και οι δυο τους μπαίνουν μέσα. Σουλεϊμάν: «Μεχμέτ Πασά, έχετε κάποια εξήγηση για ότι έχει συμβεί;» Σοκολλού: «Συγχωρέστε με Μεγαλειότατε, δεν ξέρω για τι μιλάτε;» Σουλεϊμάν: «Η Σινιόρα Mεντεζ, χωρίς την άδειά μου, έφερε τους ανθρώπους της στα εδάφη μου και μεταφέρει ανθρώπους αντί εμπορευμάτων.» Σοκολλού: «Δεν ήξερα τίποτα γι όλα αυτά. Σινιόρα τι είναι αυτά που κάνατε;» Γκρατσία: «Σουλτάνε Σουλεϊμάν, παρακαλώ επιτρέψτε μου να εξηγήσω.» Σουλεϊμάν: «Μίλα. Αυτός είναι ο λόγος που σε κάλεσα εδώ. Ελπίζω ότι έχεις μια αποδεκτή αιτιολογία.» Γκρατσία: «Μεγαλειότατε μου, ζητώ τη συγχώρεσή σας. Εκατοντάδες ζωές παιδιών και γυναικών εξαρτώνται από αυτό. Οι πανίσχυροι πρόγονοί σας πάντα καλοδεχόντουσαν τους Εβραίους που δραπέτευαν από διώξεις στα χριστιανική εδάφη. Σκέφτηκα ότι και εσείς θα ήσασταν προς αυτή την κατεύθυνση.Υποτάσσω την ψυχή μου στον Μεγάλο Τούρκο.»
Σουλεϊμάν: «Οι ομόθρησκοι σας είχαν ζητήσει άσυλο και καταφύγιο σε μένα, και είχα προειδοποιήσει τον Πάπα ότι ήταν υπό την προστασία μου.» Γκρατσία: «Δυστυχώς οι ομόθρησκοι μου δεν ρίχτηκαν στη φυλακή επειδή είναι Εβραίοι, αλλά μάλλον γιατί εγκατέλειψαν τον Χριστιανισμο. Εξορίστηκαν στη Μάλτα με σειρά σκαφών, είκοσι τέσσερις άνθρωποι πέθαναν. Ο χριστιανικός κόσμος σημαίνει θάνατος για μας. Τα εδάφη σας είναι το μόνο μέρος... όπου αισθανόμαστε ασφαλείς. Φοβόμουν ότι θα τους στέλνατε πίσω. Φοβόμουν το θάνατο που τους περίμενε.» Σουλεϊμάν: «Πώς μπορεί ο Πάπας να τόλμησε να το κάνει αυτό; Μήπως θέλει να καταστρέψω το παλάτι του; Ήταν μεγάλο λάθος για σας να μην με ενημερώσετε για τις εξελίξεις. Ιδίως αφού ήμουν τόσο καλοπροαίρετος απέναντι σας.» Γκρατσία: «Συγχωρέστε με, Μεγαλειότατε μου, συγχωρέστε με. Υποτάσσομαι στην απόφασή σας. Εάν τους στείλετε πίσω, τότε θα πάω μαζί τους. Να ξέρετε ότι αν πάμε πίσω η μοίρα μας είναι σφραγισμένη, θάνατος θα μας περιμένει.»
Εν τω μεταξύ η Χιουρρέμ νοιώθει πόνο μέσα στη άμαξα. Αυτή κραυγάζει και ο Σουμπούλ σπεύδει.
Ο Σουλεϊμάν είναι με τον Ρουστέμ που ρωτάει αν είναι βέβαιος για την απόφαση που πήρε σχετικά με την Γκρατσία και ότι δεν είναι αποδεκτό αυτό που έκανε. Ο Σουλεϊμάν λέει ότι «ο δρόμος που ακλούθησε είναι εσφαλμένος, αλλά δεν πρόκειται να στείλουμε πίσω τους Εβραίους που έχουν έρθει. Επίσης, θα έρθουμε σε επαφή με τον Πάπα για τους Εβραίους που έχουν φυλακιστεί στη Βενετία. Εάν δεν ακούσει, τότε αυτό θα είναι η επιλογή του, αλλά οι Εβραίοι που ζουν στα εδάφη μου θα ζήσουν ελεύθερα και θα έχουν το δικαίωμα να ακολουθήσουν τη θρησκεία τους και να μιλούν τη γλώσσα τους, Ρουστέμ». Ρουστέμ: «Συγχωρέστε μου την αυθάδεια, Μεγαλειότατε μου, αλλά αυτό θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις στο μέλλον. Οι επερχόμενοι Εβραίοι θα μπορούσαν να προκαλέσουν πρόβλημα.» Σουλεϊμάν: «Πώς είναι αυτά τα λουλούδια, Ρουστέμ;» Ρουστέμ: «Εξαιρετικά, πολύχρωμα και ένα σημάδι της Χάριτος του Αλλάχ.» Ο Σουλεϊμάν λέει στους αγάδες να κόψουν μερικά. Σουλεϊμάν: «Τώρα τι νομίζεις για αυτά;» Ρουστέμ: «Ο προηγούμενος τρόπος (με τα διαφορετικά λουλούδια) ήταν καλύτερος, Μεγαλειότατε» Σουλεϊμάν: «Ο Κύριός μου αγαπά την ποικιλία, Ρουστέμ. Διαφορετικά θα είχε δημιουργήσει μόνο ένα είδος λουλουδιού, ένα είδος πουλιού, ένα τύπος ανθρώπου... αλλά κοίταξε, είμαστε όλοι διαφορετικοί. Αυτό το τραπέζι ήταν όμορφο πριν, γιατί όλα τα διαφορετικά λουλούδια ήταν όλα μαζί. Στις εκτάσεις που κυβερνώ, οι άνθρωποι μπορούν να μιλούν τις γλώσσες που θέλουν ελεύθερα και οι Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και Εβραίοι μπορούν να ζήσουν μαζί ειρηνικά. Ακριβώς όπως αυτά τα λουλούδια. Το να υπάρχει αρμονία και συμφωνία είναι το καλύτερο είδος πλούτου.»
Εν τω μεταξύ η Χιουρρέμ αναπαύεται αφού έχουν στρατοπεδεύσει για τη νύχτα και δεν αισθάνεται καλά και ονειρεύεται τον εφιάλτη της και πάλι τον κόσμο που καταστρέφεται και αυτή πέφτει. Ξυπνάει και ζητά τον Σουμπούλ και αυτός μοιάζει να είναι έτοιμος να πει το μυστικό, αλλά ορμά έξω για να θρηνήσει μακριά από αυτήν. Εκείνη τον ακολουθεί: «Σουμπούλ, γιατί κλαις;»
Ο Σουλεϊμάν πηγαίνει ξανά στο δωμάτιο της Χιουρρέμ μαζί με ένα γράμμα στο χέρι του και πηγαίνει στο κρεβάτι της και αφήνει το γράμμα εκεί.
Εν τω μεταξύ, η Χιουρρέμ τρέχει και ακούμε έναν μονόλογο: “Σαν να ήταν χθες, ήμουν μικρό κορίτσι και είναι σαν ο σπόρος να μεγάλωσε σε μια μέρα. Το λουλούδι άνθισε και μαραίνεται. Ο ηλιος έγινε κρύος. Τα χρώματα ξεθώριασαν. Όλοι οι πόλεμοι τελείωσαν. Οι μάχες σταμάτησαν. Η λαχτάρα και οι επανασυνδέσεις τελείωσαν. Δεν υπάρχει πια φιλοδοξία. Ούτε τα λαμπρότερα στέμματα στον κόσμο. Ό, τι δεν μπορούσε να μοιραστεί, τα πράγματα που προκάλεσαν ζήλια και πόνο, σώπασαν. Όταν το όνομά του ακούστηκε, χάθηκε κάθε νόημα. Ο θάνατος έχει ανοίξει τις πόρτες του σκοτεινά μπροστά μου. Ο θάνατος καλεί το όνομά μου.”
Στην Κιουτάχεια, η Ντέφνε είναι στο δωμάτιό της, όταν ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο Μπεγιαζίτ. Λέει: «Η απόφασή μου είναι ακόμα οριστική, θα εκτελεστείς μετά τον τοκετό του παιδιού μου.» Ντέφνε: «Δεν έχει απομείνει κανένα νόημα στη ζωή μου.» Μπεγιαζίτ: «Τουλάχιστον δεν θα πεθάνεις άσκοπα, η αδερφή σου είναι ασφαλής τώρα.» Η Άννα μπαίνει και αγκαλιάζει την αδελφή της. Ο Μπεγιαζίτ φεύγει.
Η Nουρμπανού είναι στο δωμάτιό της, όταν μπαίνει ο Σελίμ. Εκείνη προσπαθεί να τον αγκαλιάσει αλλά την σταματά: «Δεν είμαι έτοιμος να σε συγχωρήσω, Nουρμπανού. Έχω ενημερώσει τον Μεγαλειότατο μας μας ότι έχει έρθει η ώρα για τον πριγκηπα Μουράτ να πάει μακριά στο σαντζάκι του. Εκείνος το βρήκε αρμόζον και τον διόρισε διοικητή στο Αϊδινιο. Θα πάς μαζί του.» Nουρμπανού: «Πριγκηπα μου μην με στείλεις εκεί, θα με σκοτώσουν, δεν θα με αφήσουν να ζήσω.» Σελίμ: «Nουρμπανού, η μητέρα μου ήθελε το κεφάλι σου, σε έσωσα με αυτόν τον τρόπο. Μετά από όλα όσα συνέβησαν δεν θα είναι σωστό για σένα να μείνεις μαζί μου. Αυτό είναι το καλύτερο για όλους και για όλα.» Εκείνος της δίνει ένα γράμμα.
Έξω στην αίθουσα ο Λάλα έχει έρθει να δει τον Σελίμ και εκείνος ρωτάει αν τρέχει κάτι. Ο Λαλα απαντά ότι έχει κάτι σημαντικό να συζητήσει μαζί του. Σελίμ: «Μείνε εδώ Γκαζανφέρ. Εντάξει Λάλα, σας ακούω.» Λαλα: Πριγκηπα μου, είχατε ζητήσει να ξεχάσω το παρελθόν και να κόψω όλους τους δεσμούς μου με τον πριγκηπα Μπεγιαζίτ.» Σελίμ: «Ναι, η πρόταση εξακολουθεί να ισχύει, αν σταθείτε με το μέρος μου, θα λάβετε την ανταμοιβή σας σε αντάλλαγμα.» Λαλα: «Σκέφτηκα πολύ σκληρά, πριγκηπα μου, δεν είναι εύκολο να εγκαταλείψω τον Πριγκηπα Μπεγιαζίτ, αλλά δεν είναι αδύνατο.Τα τελευταία γεγονότα με έκαναν να το σκεφτώ πάλι. Από τώρα και στο εξής, τα μάτια μου θα βλέπουν για σας, τα αυτιά μου θα ακούν για σας. Εάν ο Θεός το επιτρέψει, θα κάνω ό, τι είναι στην εξουσία μου για να ανεβείτε στο θρόνο.» Σελίμ: «Πήρατε τη σωστή απόφαση Λάλα, αν ποτέ πάρω το θρόνο, θα είστε δίπλα μου.»
Η Χιουρρέμ είναι στη άμαξα με τον Σουμπούλ που δεν μπορεί να συγκρατήσει τη θλίψη του. Χιουρρέμ: «Τι κάνεις, Σουμπούλ, έλα στα συγκαλά σου. Δεν είμαι έτοιμη να εμπιστευτώ τα λόγια της γιατρού. Σίγουρα πρέπει να υπάρχει μια λύση... μπορείς να μετρήσεις πόσες φορές έχω σχεδόν πεθάνει; Είσαι μάρτυρας πόσες φορές έχω δηλητηριαστεί. Είμαι η Χιουρρέμ Σουλτάνα. Θα ξεπεράσω αυτή την αρρώστια.» Σουμπουλ: «Φυσικά, και θα το κανετε, Σουλτανα μου.»
Ο Σουλεϊμάν ντύνεται θαυμάζοντας τα γένια του, εν αναμονή της άφιξης της Χιουρρέμ. Ποίημα: “Το κερί άρχισε ξαφνικά να καίγεται από τη φλόγα της αγάπης. Ο καπνός υψώνεται πάνω από το κεφάλι μου, και αναστενάζει. Τα δάκρυα έπεφταν όλη την νύχτα ως το ξημέρωμα ...κλάμα. Το κερί ένοιωσε πραγματικά τον βαθύ μου πόνο. Καθώς καίει η φωτιά για την αγάπη, είναι η καρδιά που χαμογελά. Έτσι και το κερί γελά κάθε στιγμή ζώντας το δικό του πόνο. Φώτισε τα συντρίμμια της καρδιάς μου, Ω φεγγαροπρόσωπή μου !!! Σαν το κερί που βρίσκει πάντα τον εαυτό του μέσα στα συντρίμμια.... Ω εξαρτημένε (Mουχιμπι), μην αρνηθείς, μην πεις όχι, η γενειάδα σου θα καεί ! Θα καεί πάνω στο στήθος του Μουχίμπι, από την αφοσίωσή του προς τον Θεό. Είδαν τον Μουχιμπι να φλέγεται μέσα στην καρδιά μου, θρηνώντας. Είπαν πως είναι παράξενο, που ο άνεμος και το κερί έγιναν σύντροφοι (σε αυτό το μονοπάτι).”
Η Χιουρrέμ φτάνει. Πηγαίνει στο δωμάτιό της και βλέπει το γράμμα που περιέχει το παραπάνω ποίημα που έχει γράψει για εκείνη. Πηγαίνει στο μπαλκόνι της το διαβάζει και το κρατά στο στήθος της. Ο Σουλεϊμάν την κοιτά από πάνω. Καθώς την κοιτά φτάνει ο Σουμπούλ «Μίλα» Ο Σουμπούλ μένει σιωπηλός. «Μίλα, Σουμπούλ.» Σουμπούλ: «Μεγαλειότατε, η Χιουρρέμ Σουλτάνα δεν θέλει να το μάθει κανείς, αλλά δεν μπορώ να κουβαλώ άλλο αυτό το βάρος. Εσείς που έχετε τη δύναμη και τη θεραπεία, βοηθηστε! Η Σουλτάνα μας έχει μια ανίατη ασθένεια.» Εκείνη κοιτά το πρόσωπό του, γεμάτο ανησυχία, αλλά εκείνη χαμογελάει και έτσι της χαμογελά και κείνος.