Tuesday, 22 April 2014

MUHTESEM YUZYIL ΠΕΡΙΛΗΨΗ 132 ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ


MUHTESEM YUZYIL ΠΕΡΙΛΗΨΗ 132 ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ

ο ΜΕΡΟΣ

Ο Μπεγιαζίτ πλησιάζει το παλάτι της Μάνισα με τους άνδρες του δίπλα του και τους στρατιώτες πίσω.

Ο Σελίμ και η Νουρμπανού. Σελίμ: «Έχει χάσει το μυαλό του; Πώς τολμά να έρχεται εδώ;!....Νουρμπανού, δεν μου κρύβεις κάτι, έτσι δεν είναι;» Νουρμπανού: «Όχι, τι θα μπορούσα να κρύψω;» Σελίμ: «Μήπως λόγω εκείνης της κατασκόπου, το ανακάλυψε;» Νουρμπανού: «Δεν είμαι σίγουρη, αλλά θα μπορούσε να το χρησιμοποιήσει σα δικαιολογία. Σου είπα ότι θέλει να σε σκοτώσει. Πρέπει να κάνουμε κάτι αμέσως. Ας φύγουμε από δω, να πάμε μακριά.» Σελίμ: «Πήγαινε στο δωμάτιό σου και μείνει με τα παιδιά μου.» Νουρμπανού: «Για όνομα του Θεού, Σελίμ, όσο έχουμε ακόμα χρόνο ας φύγουμε μακριά από δω. Ας φύγουμε, σε παρακαλώ. Θα ζητήσουμε προστασία από τον Μεγαλειότατό μας!» Σελίμ: «Νουρμπανού, κάνε αυτό που σου είπα.»

Ο Μπεγιαζίτ πλησιάζει.

Εν τω μεταξύ, η Χιουρρέμ είναι στην άμαξά της και ξεκουράζεται και ο Σουμπούλ την παρακολουθεί στενοχωρημένος. Η άμαξα σταματάει. Χιουρρέμ: «Τι συμβαίνει, Σουμπούλ, γιατί σταματήσαμε;» Ο Σουμπούλ σκουπίζει τα δάκρυά του: «Ορκίζομαι ότι δεν ξέρω, Σουλτάνα μου, θα το μάθουμε αμέσως τώρα.» Βγαίνει έξω και βλέπει ότι ένας από τους φρουρούς μόλις έχει γυρίσει πίσω και ρωτά τι συμβαίνει. Η Χιουρρέμ παρακολουθεί με περιέργεια. Όταν εκείνος επιστρέφει, λέει: «Ο Αγγελιοφόρος που στείλαμε, επέστρεψε. Ο Πρίγκηπας Μπεγιαζίτ συγκέντρωσε στρατό και βαδίζει προς τον Πρίγκηπα Σελίμ. Αν ό,τι λέει είναι αλήθεια, ξεκίνησε κατ’ευθείαν για Μάνισα και πλησιάζει.»

Ο Μπεγιαζίτ έφτασε στο παλάτι. Οι άνδρες του έχουν φτιάξει γραμμές και εκείνος προχωρεί μαζί με τον Ατματζά και τον Χουσεΐν. Βλέπουμε κάποιους φρουρούς μπροστά στην πύλη. Ο Μπεγιαζίτ κατεβαίνει από το άλογο και προχωρεί. Ο Σελίμ φορά την πανοπλία του. Γκαζανφέρ: «Θα φύγουμε από τις πίσω πύλες. Υπάρχει ένα σπίτι στο δάσος, μπορούμε να κρυφτούμε εκεί μέχρι να τελειώσει αυτό και......» Σελίμ: «Τι λες, Γκαζανφέρ! Δεν πρόκειται να φύγω και να κρυφτώ σαν γυναικούλα!» Γκαζανφέρ: «Ποτέ, Πρίγκηπά μου.....» Ο Σελίμ τον σταματά. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή φτάνει ο Λάλα. Σελίμ: «Επιτέλους ήρθες, Λάλα.» Λάλα: «Μόλις τώρα το πήρα είδηση....τι κάνατε που θύμωσε τον Πρίγκηπα Μπεγιαζίτ τόσο πολύ;!» Σελίμ: «Δεν θα σου δώσω λογαριασμό, Λάλα!» Λάλα: «Δεν θα τολμούσα, Πρίγκηπά μου, ήθελα να προσπαθήσω να καταλάβω την πραγματική αιτία πίσω από αυτο το θέμα. Αλλιώς πώς μπορώ να σας βοηθήσω;» Σελίμ: «Θέλεις να με βοηθήσεις; Σ αυτή την περίπτωση βγες έξω μπροστά στον Μπεγιαζίτ. Πήγαινε και σταμάτησέ τον.» Λάλα: «Θα κάνω ό,τι μπορώ να του μιλήσω, αλλά ένας Πρίγκηπας που ήδη κρατάει το σπαθί του και έχει έρθει μπροστά στις πύλες μας, νομίζετε ότι θα με ακούσει;» Σελίμ: «Λάλα, εκείνος δεν σε έστειλε εδώ; Εξακολουθείς να είσαι έμπιστός του! Αν κάτι μου συμβεί, ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν πρώτα από σένα θα ζητήσει εξηγήσεις.»

Ο Λοχίας Χουσεΐν ανακοινώνει τον Μπεγιαζίτ και προχωρεί. Ένας φρουρός πηγαίνει να τον συναντήσει. Μπεγιαζίτ: «Η πρόθεσή μου είναι να μην τραυματιστούν αθώοι. Θα πω μία κουβέντα στον Πρίγκηπα Σελίμ και θα έρθει εδώ. Ατματζά, πήγαινε και πες στον Πρίγκηπα Σελίμ. Αν έχει θάρρος, θα βγει και θα με αντιμετωπίσει. Αλλιώς θα πάω εγώ σ’αυτόν!» Ο Ατματζά πηγαίνει. Ο Λοκμάν πλησιάζει τον Μπεγιαζίτ και λέει: «Πρίγκηπά μου, έχετε ακόμα χρόνο, σας εκλιπαρώ, ας φύγουμε από δω.....» Ο Μπεγιαζίτ του ρίχνει μία ματιά και τον κάνει να σωπάσει.

Ο Σελίμ περιμένει στο δωμάτιό του με το σπαθί του. Εν τω μεταξύ, ο Ατματζά λέει στον Λάλα ότι ο Μπεγιαζίτ διέταξε ότι επιθυμεί να δει τον Σελίμ και ότι τον περιμένει έξω. Λάλα: «Τι έκανες, Τουγρούλ μπέι; Γιατί δεν τον εμπόδισες να έρθει εδώ; Δεν ξέρεις ότι στο τέλος αυτής της υπόθεσης όλοι θα χάσουν;» Ατματζά: «Περισσότερο φταίει ο Πρίγκηπας Σελίμ. Αν δεν είχε προσπαθήσει να βγάλει από τη μέση τον Πρίγκηπα Μπεγιαζίτ, τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί.» Λάλα: «Είναι αλήθεια;» Ατματζά: «Έστειλε μία κατάσκοπο στο παλάτι και δηλητηρίασε τον Πρίγκηπά μας. Αν δεν έφτανα έγκαιρα, δεν θα μπορούσαμε να τον σώσουμε. Και η γυναίκα ομολόγησε αργότερα, είπε ότι ο Πρίγκηπας Σελίμ και η  Νουρμπανού την έστειλαν. Και μόλις ο Πρίγκηπας Σελίμ το έμαθε, δεν μπορούσαμε να τον σταματήσουμε.» Λάλα: «Πρέπει να τον πείσουμε! Αλλιώς θα χυθεί αίμα, Τουγρούλ μπέι! Αίμα!»

Ο Μπεγιαζίτ, εν τω μεταξύ, ρωτά τον Χουσεΐν: «Γιατί δεν έχουμε ακόμα νέα;» Χουσεΐν: «Μήπως συνέβη κάτι στον Ατματζά;» Και εκείνη τη στιγμή ανοίγουν οι πύλες και ο Λάλα με τον Ατματζά βγαίνουν. Λάλα: «Πρίγκηπά μου. Έμαθα όλα όσα συνέβησαν. Ο Πρίγκηπας Σελίμ έχει κάνει ένα μεγάλο λάθος. Αλλά, και αυτό που κάνετε εσείς τώρα δεν είναι επίσης σωστό. Ενώ έχετε δίκιο, μην κάνετε κάτι λάθος, πρέπει να γυρίσετε πίσω αμέσως.» Μπεγιαζίτ: «Δεν υπάρχει επιστροφή, Λάλα. Σήμερα όλα θα λογαριαστούν και αυτός ο λογαριασμός θα κλείσει! Αν ανοίξουν οι πύλες, άφησέ τους, δεν φοβάμαι κανέναν πια.»

Εκείνη τη στιμή οι πύλες ανοίγουν και ο Σελίμ βγάινει έξω. Η Νουρμπανού κοιτάζει έξω και ο Μουράτ έρχεται και λέει: «Πατέρα! Μητέρα, τι συμβαίνει; Γιατί ο θείος μου ο Μπεγιαζίτ ήρθε εδώ;» Νουρμπανού: «Θεός φυλάξοι

Ο Σελίμ και ο Μπεγιαζίτ κοιτούν ο ένας τον άλλον και μετά προχωρούν μπροστά. Μπεγιαζίτ: « Πρίγκηπα Σελίμ....δεν με περίμενες, έτσι δεν είναι;» Σελίμ: «Τι νομίζεις ότι κάνεις; Ποιος είναι ο σκοπός σου; Να ανοίξεις πόλεμο;» Μπεγιαζίτ: «Είπες ψέματα για μένα μπροστά στον Μεγαλειότατό μας για το θέμα του απατεώνα Μουσταφά. Μετά έβαλες στο μάτι την περιουσία μου (το χρυσάφι) και προσπάθησες σαν κλέφτης να το σφετεριστείς. Και σα να μην έφτανε αυτό, έστειλες μία οχιά (την κατάσκοπο) στο παλάτι μου και με δηλητηρίασε. Έδωσες εντολή σ’αυτή τη γυναίκα να με δηλητηριάσει. Τώρα, χωρίς να ντρέπεσαι, με ρωτάς γιατί ήρθα μέχρι εδώ;» Σελίμ: «Για ποιο δηλητήριο λες;» Μπεγιαζίτ: «Φέρσου αντρίκια και υπεύθυνα για τις πράξεις σου. Μην το αρνείσαι.» Σελίμ: «Δεν έδωσα εγώ αυτή τη διαταγή! Και δεν θα την έδινα! Εσύ ήσουν αυτός που προσπάθησε να με δηλητηριάσει! Έβαλες δηλητήριο στο τραπέζι μουΜπεγιαζίτ: «Ανόητε! Μη με μπερδεύεις με τον εαυτό σου. Αν είχα προσπαθήσει να σε σκοτώσω, τότε, όπως ακριβώς τώρα, θα ερχόμουν ο ίδιος να σου πάρω τη ζωή.» Λάλα: «Πρίγκηπές μου! Για όνομα του Θεού, μην το κάνετε αυτό!»

Τραβούν τα σπαθιά και ο Μπεγιαζίτ λέει: «Είμαι εδώ μπροστά σου. Πολέμησε μαζί μου σαν ένας Πρίγκηπας!»

Η Νουρμπανού λέει: «Θεέ μου, βοήθησέ μας!»

Σελίμ: «Μπεγιαζίτ σου λέω για τελευταία φορά. Γύρνα πίσω!» Μπεγιαζίτ: «Δεν θα είναι πια εμείς, αλλά τα σπαθιά μας που θα μιλήσουν.» Καθώς η κατάσταση είχε γίνει θερμή, η Χιουρρέμ ανακοινώνεται.

Χιουρρέμ: «Τι νομίζετε ότι κάνετε;! Σκοπεύετε να σκοτώσετε ο ένας τον άλλον; Όσο ο Μεγαλειότατός μας είναι ζωντανος, θα χύσετε το αίμα ο ένας του άλλου! Ποιοι είστε! Είστε οι Πρίγκηπες αυτού του έθνους ή είστε κακοποιοί!» Μπεγιαζίτ: «Μητέρα, η κατάσταση δεν είναι όπως νομίζεις. Ο Πρίγκηπας Σελίμ προσπάθησε να με σκοτώσει με έναν απαίσιο τρόπο.» Σελίμ: «Λέει ψέματα, μητέραΧιουρρέμ: «Συνέλθετε! Εσείς, που είστε οι Πρίγκηπες του Σουλτάνου Σουλεϊμάν! Πώς φθάσατε σ’αυτή την κατάσταση!» Δεν μπορεί να πάρει ανάσα και οι γιοι της τρέχουν κοντά τους. Λιποθυμά και ο Σουμπούλ την συγκρατεί.

Εν τω μεταξύ, ο Σουλεϊμάν περπατά με την Γκρατσία. «Είναι αλήθεια ότι στείλατε στον Κάρολο τον Ε΄ένα μικρό πακέτο με δώρα;» Σουλεϊμάν: «Έτσι λοιπόν, ξέρετε το λόγο σ’αυτή την κατάσταση.» Γκρατσία: «Έτρεξε μακριά από σας σαν ντοπαλή γυναικούλα που δεν έχει να σας δει για μήνες. Αφού παραλάβει τα δώρα, αναρωτιέμαι πώς θα είναι το πρόσωπό του. Αυτή είναι μία ιστορία που θα συζητιέται για εκατοντάδες χρόνια.» Σουλεϊμάν: «Θέλω να το ξέρετε αυτό, Σινιόρα. Δεν υποτιμώ τη δύναμη των γυναικών. Ήμουν μάρτυρας κάποιων γυναικών που είναι πιο δυνατές και θαρραλέες από κάποιους ανθρώπους.» Γκρατσία: «Όπως η Χιουρρέμ Σουλτάνα; Εντυπωσιάστηκα από τη Σουλτάνα μας. Είναι όπως όλες οι άλλες γυναίκες στον κόσμο. Είναι απαράμιλλής ομορφιάς. Δεν μπορώ ούτε να τη φανταστώ πώς ήταν στα νιάτα της! Το καταπληκτικό της μυαλό. Μία Αυτοκράτειρα που της αρμόζει ένας Αυτοκράτορας σαν κι εσάς.» Σουλεϊμάν: «Σινιόρα, έδωσα διαταγή αυτό το σπίτι να σας παραχωρηθεί. Αν υπάρχει κάτι άλλο που χρειάζεστε, πείτε μου και θα το φροντίσω.»

Η Μιχριμά κοιτάζει τον εαυτό της στον καθρέφτη βλέποντας τα καινούργια σημάδια. Φτάνει ο Ρουστέμ! «Ο Μεγαλειότατός μας γύρισε από την Αδριανούπολη και θα τον επισκεφθώ τώρα.» Μιχριμά: «Δόξα τω Θεώ...εμεινε πάρα πολύ εκεί. Θα πάω να τον επισκεφθώ όσο πιο σύντομα γίνεται.» Ο Ρουστέμ φεύγει.Η Μιχριμά φωνάζει την παλλακίδα της και της λέει να καλέσει τον Πέδρο και να φέρει την αλοιφή του και η παλλακίδα  ρωτά αν το ξέρει ο Ρουστέμ και η Μιχριμά λέει όχι και ότι δεν θα το ανακαλύψει, επειδή αν «δεν μπορεί να μεταφέρει σχόλια που είναι πολύ βαριά για κείνον, τότε δεν θα τον πείραζε αυτό.»

Η Χιουρρέμ είναι ξαπλωμένη αλλά είναι ξύπνια. Σουμπούλ: «Πώς είστε τώρα, ελπίζω να είστε καλύτερα;» Η Χιουρρέμ γυρνά στη γιατρό: «Τι μου συμβαίνει, χάτουν; Τι πρόβλημα υπάρχει;» Σουμπούλ: «Όταν είδατε τους Πρίγκηπές μας σ’αυτή την κατάσταση, δεν μπορέσατε να το χειριστείτε, Σουλτάνα μου. Όλα προέρχονται από τη θλίψη και τη στενοχώρια.» Γιατρός: «Ο Σουμπούλ Αγά έχει δίκιο, Σουλτάνα μου, Όλα προέρχονται από τη θλίψη και τη στενοχώρια. Ούτε τρώγατε σωστά.» Σουμπούλ: «Πάω να ετοιμάσω το τραπέζι τώρα για τη Σουλτάνα μας, και αν εσείς τελειώσατε, φύγετε τώρα.» Γιατρός: «Θα ετοιμάσω ένα σιρόπι, μην κουράζετε τον εαυτό σας, απλά ξεκουραστείτε.»

Ο Μπεγιαζίτ είναι μαζί με τον Λοκμάν και ο Σελίμ είναι εκεί. Μπεγιαζίτ: «Αν κάτι συμβεί στη μητέρα μας, θα σε θεωρήσω υπεύθυνο, Σελίμ.» Σελίμ: «Εσύ είσαι εκείνος που μου χτύπησε την πόρτα με το σπαθί του στο χέρι! Μας σέρνεις όλους μας, μαζί με τον εαυτό σου στην καταστροφή! Θα έπρεπε να το είχες σκεφτεί πρώτα αυτό πριν προσπαθήσεις να με σκοτώσεις! Ο Λάλα μπαίνει ύπουλα ανάμεσά τους: «Πρίγκηπές μου! Μην το κάνετε αυτό, σας παρακαλώ, σταματήστε, είδατε την κατάσταση της Χιουρρέμ Σουλτάνας, δείξτε λίγο έλεος.» Οι πόρτες ανοίγουν και η γιατρός βγαίνει. Ο Μπεγιαζίτ ρωτά πώς είναι και η γιατρός λέει ότι ξύπνησε και ότι είναι καλύτερα και ο Σελίμ ρωτά τι της συμβαίνει και γιατί λιποθύμησε. Η γιατρός λέει: «Ήταν ήδη κουρασμένη από το ταξίδι της και όταν είδε εσάς τα παιδιά της σ’αυτή την κατάσταση, δεν είχε τη δύναμη να το αντέξει. Αν μου επιτρέπετε, πρέπει να ετοιμάσω κάποιο φάρμακο.»

Η Χιουρρέμ είναι όρθια και λέει στον Σουμπούλ να της φωνάξει τους γιους της. Ο Σουμπούλ της λέει να μη βιάζεται και ότι άκουσε ότι ο γιατρός είπε ότι χρειάζεται ξεκούραση και ύπνο. Η Χιουρρέμ λέει: «Δεν είναι ώρα για ύπνο, αν δεν τους είχα προλάβει, ο Θεός ξέρει τι θα είχε συμβεί. Πες τους να έρθουν αμέσως.»

Ο Σουμπούλ ανοίγει τις πόρτες και μπαίνουν. Σελίμ: «Μητέρα, μητέρα μας τρόμαξες.» Μπεγιαζίτ: «Μητέρα, είσαι καλά ευτυχώς. Ελπίζω να μην πονάς.» Χιουρρέμ: «Όταν έχω τέτοια παιδιά, πώς μπορώ να είμαι καλά; Κοιτάξτε τα χάλια σας....Αν δεν είχα φτάσει έγκαιρα, τι θα είχε συμβεί; Θα μάθαινα τα νέα του θανάτου σας από την Πρωτεύουσα; Θα με κάνατε να περάσω πάλι τον πόνο του χαμού ενός παιδιού για άλλη μία φορά;» Μπεγιαζίτ: «Μητέρα, δεν ήθελα να σε αναστατώσω, αλλά ο Σελίμ δεν μου άφησε άλλη επιλογή.» Χιουρρέμ: «Τι σημαίνει αυτό;» Μπεγιαζίτ: «Πρώτα προσπάθησε να κλέψει το χρυσό που μου έστελνε η Μιχριμά. Προσπάθησα να τον προειδοποιήσω. Αλλά δεν είχε την ικανότητα να το αντιληφθεί. Έστειλε μία κατάσκοπο στο παλάτι μου. Αυτή η κατάσκοπος προσπάθησε να με σκοτώσει, δηλητηριάζοντάς με.» Χιουρρέμ: «Σελίμ, είναι αλήθεια όλα αυτά;» Σελίμ: «Είναι όλα ψέματα. Αυτός είναι που προσπάθησε να με δηλητηριάσει.» Μπεγιαζίτ: «Να φοβάσαι το Θεό, Σελίμ! Δεν φτάνει που λες ψέματα, με συκοφαντείς κιόλας!» Χιουρρέμ: «Σελίμ. Περίμενε έξω.»

Εν τω μεταξύ, ο Πέδρο λέει:
«Δεν καταλαβαίνω, Σουλτάνα μου, πώς εμφανίστηκαν ξανά αυτά τα σημάδια στο σώμα σας. Σας έδιναν τη φαρμακευτική αγωγήΜιχριμά: «Φυσικά.» Η παλλακίδα λέει: «Θα βρείτε μία λύση για το πρόβλημα της Σουλτάνα μας;» Πέδρο: «Είναι φανερό ότι η αλοιφή δεν ήταν η λύση. Υπάρχουν και άλλες λύσεις διαθέσιμες.» Μιχριμά: «Σαν τι;» Πέδρο: «Μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε βδέλες. Θα σας ρουφήξουν το κακό αίμα....ή μπορεί να απλώσουμε λάσπη.» Μιχριμά: «Βδέλες...λάσπη. μάλλον δεν θα ήθελα να το ζήσω αυτό.» Πέδρο: «Υπάρχει και άλλος τρόπος. Αλλά δεν ξέρω αν θα συμφωνήσετε.» Μιχριμά: «Πες εσύ πρώτα, και μετά θα δω αν θα συμφωνήσω ή όχι

Εν τω μεταξύ, ο Μπεγιαζίτ εξηγεί στη Χιουρρέμ: «Έστειλε μία παλλακίδα στο χαρέμι μου. Η γυναίκα τα παραδέχθηκε όλα. Ο Σελίμ έδωσε διαταγή να βάλει δηλητήριο στο φαγητό μου. Σχεδόν πέθανα, μητέρα. Τα υπόλοιπα τα ξέρετε, άλλωστε.» Χιουρρέμ: «Δεν μπορεί να είναι αλήθεια....ο Σελίμ δεν θα έκανε ένα τέτοιο πράγμα. Ούτε πιστεύω πως είναι δυνατόν εκείνος να κλέψει το χρυσάφι και σίγουρα δεν θα είχε διατάξει το θάνατό σου.  Δεν θέλει το θάνατό σου.» Μπεγιαζίτ: «Δεν είναι μόνο αυτά, μητέρα. Ρωτήστε τον Λοκμάν, όλο το χαρέμι είναι μάρτυρες.» Χιουρρέμ: «Ίσως ένας εχθρός σας έστησε παγίδα για να σας φέρει αντιμέτωπους.» Μπεγιαζίτ: «Μόνο ένα πρόσωπο υπάρχει που με βλέπει σαν εχθρό, μητέρα.» Χιουρρέμ: «Θα τα ξεχάσουμε αυτά, Μπεγιαζίτ. Αυτή η εχθρότητα θα λάβει τέλος.» Μπεγιαζίτ: «Αδύνατον. Πριν να έρθω εδώ έγραψα ένα γράμμα στο Μεγαλειότατό μας εξηγώντας του τα πάντα, συμπεριλαμβανομένου και του γεγονότος που θα τιμωρούσα ο ίδιος τον Σελίμ.»

Χιουρρέμ: «Μπεγιαζίτ, τι έκανες. Αν ο Μεγαλειότατός μας το μάθει, θα είναι καταστροφή και για τους δυο σας! Δεν ξέρεις ότι ο θυμός του μπορεί να κάψει όλο τον κόσμο!» Μπεγιαζίτ: «Σκέφτηκα πολύ για να έρθω εδώ, πολύ.....Μητέρα, είστε καλά;»

Η Νουρμπανού μιλά με την Τζανφεντά: «Η Χιουρρέμ Σουλτάνα δεν θα το αφήσει έτσι. Ελπίζω, να μη με θεωρήσει υπεύθυνη.» Η πόρτα ανοίγει και ο Σελίμ λέει σε όλους να βγουν έξω. Σελίμ: «Νουρμπανού, τι έκανες;! Μου είπες ψέματα.» Νουρμπανού: «Τι λες, Σελίμ;» Σελίμ: «Η παλλακίδα στην Κιουτάχεια δηλητηρίασε τον Μπεγιαζίτ! Εσύ το έκανες αυτό, έτσι δεν είναι; Σε είχα εμποδίσει, σου είπα να μην το κάνεις, αλλά εσύ προχώρησες και το έκανες! Μου είπες ψέματα μπροστά στα μάτια μου. Πάψε! Από δω και πέρα δεν θα ανακατευτείς σ’αυτό το θέμα! Αν προσπαθήσιε να πεις άλλη μία κουβέντα, μάθε ότι θα σε σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια.»

Ο Γκαζανφέρ φτάνει και πληροφορεί τον Σελίμ ότι η Χιουρρέμ τον περιμένει.

Εν τω μεταξύ, ο Σουμπούλ πάει στη γιατρό και λέει: «Για όνομα του Θεού, πες κάτι καλό, δώσε ελπίδα.» Γιατρός: «Έχω δει κι άλλους ασθενείς έτσι, Σουμπούλ Αγά, δυστυχώς οι μέρες της Σουλτάνας μας είναι μετρημένες. Δεν μπορούμε να της κρύβουμε την κατάστασή της για πολύ ακόμα. Πρέπει να μάθει την αλήθεια αμέσως.» Σουμπούλ: «Όχι, μην τολμήσεις, ήδη έχει πολλά προβλήματα και αν το μάθουν, τότε τα πράγματα θα ξεφύγουν από τον έλεγχο. Θα περιμένουμε προς το παρόν και αργότερα θα το κανονίσουμε.»

 Η Χιουρρέμ είναι με τον Σελίμ: «Αυτά που είπε ο Μπεγιαζίτ είναι αλήθεια;» Σελίμ: «Λέει ψέματα, μην τον πιστεύετε. Προσπάθησε να με δηλητηριάσει. Η Νουρμπανού με έσωσε τελευταία στιγμή.» Χιουρρέμ: «Τότε γιατί εκείνος έκανε όλο αυτό το δρόμο για να έρθει εδώ; Γιατί τράβηξε το σπαθί του εναντίον σου;» Σελίμ: «Μία εξήγηση υπάρχει, δεν μπορούσε να χειριστεί το γεγονός ότι ο πατέρας μας επέλεξε εμένα ως διάδοχο. Προσπάθησε να βρει μία λύση, θα με έβγαζε από τη μέση και θα γινόταν ο μοναδικός διάδοχος του θρόνου.» Χιουρρέμ: « Όσα είπε ο αδερφός σου, δηλαδή, είναι ψέματα, σωστά; Και το χρυσό που του έστελνε η Μιχριμά και προσπάθησες να του κλέψεις; Κι αυτό ψέμα ήταν;» Σελίμ: «Βλέπω ότι τα λόγια μου δεν έχουν καμία αξία, γιατί εκείνος είναι ο Πρίγκηπας που έχετε μέσα στην καρδιά σας.Μία κουβέντα του είναι αρκετή.» Χιουρρέμ: «Αυτή δεν είναι η πρώτη φορά. Δεν είναι η πρώτη φορά, Σελίμ. Παλαιότερα, είχατε συνεργαστεί με τον Αχμέτ Πασά και μου είχατε πει ψέματα κοιτώντας με κατάματα. Δεν το ξεχνώ. Η παλλακίδα που έστειλες στην Κιουτάχεια, τα ομολόγησε όλα. Μην το αρνείσαι άλλοΣελιμ: «Μητέρα.....» Χιουρρέμ: «Αρκετά. Η γλώσσα σου λέει την αλήθεια, αλλά τα μάτια σου φωνάζουν την αλήθεια. Κρίμα. Από πότε έγινες έτσι; Κρίμα. Άφησέ με μόνη

Εν τω μεταξύ, ο Σουλεϊμάν είναι με τον Ρουστέμ: «Πώς είναι η Μιχριμά;» Ρουστέμ: «Είναι καλύτερα. Σας στέλνει τους χαιρετισμούς της και θα σας επισκεφθεί όσο το δυνατόν πιο σύντομα.» Σουλεϊμάν: «Έξοχα.» Ρουστέμ: «Άκουσα ότι ήρθατε με την Γκρατσία Μέντεζ. Φαίνεται ότι την εκτιμάτε. Δώσατε διαταγή να της παραχωρηθεί ένα σπίτι στον Γαλατά και της δώσατε την άδεια να κάνει εμπόριο. Θα ήθελα κι εγώ να συναντήσω αυτό το άτομο που εκτιμάτε τόσο πολύ.» Σουλεϊμάν: «Ο Σοκολλού το φροντίζει. Αυτή είναι ένα πολύ έμπειρο άτομο στο εμπόριο. Και έχεις δίκιο, την εκτιμώ. Θα εκμεταλλευθούμε την εμπειρία της και εκείνη θα ωφελήσει το κράτος μας.» Ρουστέμ: «Εσείς ξέρετε καλύτερα, Μεγαλειότατέ μου..»

Η Χιουρρέμ μιλά με τον Λοκμάν και τη Φαριγέ: «Με απογοητεύσατε και οι δυο σας. Σας έστειλα από δω να προστατεύσετε τα παιδιά μου από λάθος κινήσεις, αλλά εσείς δεν έχετε ιδέα. Αν δεν προλάβαινα, μόνο ο Αλλάχ ξέρει τι θα περνούσαμε.» Λοκμάν: «Συγχωρήστε μας, Σουλτάνα μου, προσπάθησα να καθησυχάσω τον Πρίγκηπα Μπεγιαζίτ, αλλά ξέρετε τη φύση του, είναι αδύνατον.» Φαριγέ: «Έκανα ό,τι μπορούσα, Σουλτάνα μου. Ο Αξιότιμος Λάλα σας έχει στείλει ήδη ένα γράμμα.» Χιουρρέμ: «Μη μιλάς καν....όταν σε έστειλα εδώ, σου είπα να προσέχεις τη Νουρμπανού. Δεν κατάφερες ούτε να το χειριστείς το θέμα. Όλα τα ψηλάφησες. Μη νομίζεις ότι το ξεχνώ.» Λοκμάν: «Σουλτάνα μου, είστε ενήμερη για το γράμμα που έστειλε ο Πρίγκηπας Μπεγιαζίτ στον Μεγαλειότατό μας; Προσπάθησα πολύ να του αλλάξω γνώμη, αλλά δεν με άκουγε.» Χιουρρέμ: « Τότε γιατί δεν εμπόδισες το γράμμα να φτάσει στην πρωτεύουσα;» Λοκμάν: «Το κρατούσε καλά. Αν προσπαθούσα να το εμποδίσω να σταλεί, εκείνος σίγουρα θα έστελνε άλλο. Πήρα όμως άλλη προφύλαξη. Έστειλα στον Σοκολλού Μεχμέτ Πασά να μην αφήσει το γράμμα να φτάσει στα χέρια του Μεγαλειότατού μας. Θα κάνει ό,τι χρειάζεται.» Φαριγέ: «Τι κάνατε, Αγά μου, μακάρι να το στέλνατε στον Ρουστέμ Πασά.» Λοκμάν: «Είχα το σκοπό μου. Ο Ρουστέμ είναι προκατειλλημένος, και ο ίδιος θα έδινε επί τόπου το γράμμα στον Μεγαλειότατό μας.» Χιουρρέμ: «Και αν ο Σοκολλού αποτύχει και το γράμμα φτάσει στον Μεγαλειότατό μας;»

Ο Σοκολλού εξετάζει τα έγγραφα με την Γκρατσία όταν ο Ρουστέμ φθάνει. Της συστήνει τον Ρουστέμ. Γκρατσία: «Είμαι τόσο χαρούμενη που τελικά σας γνωρίζω. Η φήμη σας έχει φτάσει στην άλλη άκρη του κόσμου.» Ρουστέμ: «Είναι πολύ φυσικό να έχετε ακούσει για τον Μεγάλο Βεζίρη του πιο ισχυρού έθνους στον κόσμο.» Σοκολλού: «Περιέγραφα στη Σινιόρα Μέντεζ, τα έθιμά μας και τους νόμους μας σχετικά με το εμπόριο που θα κάνει.» Ρουστέμ: «Σινιόρα Μέντεζ....» Γκρατσία: «Χαίρομαι που σας γνώρισα, Αξιότιμε Πασά. Αν μου το επιτρέπετε, κάποια άλλη στιγμή θα ήθελα να συναντηθούμε.» Ο Ρουστέμ φεύγει. Εκείνη ρωτά τον Σοκολλού αν ο Ρουστέμ είναι πάντα έτσι. Ο Σοκολλού λέει: «Είναι ιδιότροπος.»

Ο Ρουστέμ, εν τω μεταξύ, μιλά με τον Ζαλ: «Δεν με εντυπωσίασε η γυναίκα. Ο Μεγαλειότατός μας δέχθηκε την αίτησή της για προστασία. Εγώ θέλω να ξέρω κάθε βήμα που κάνει. Μην την αφήσεις από τα μάτια σου.»

Εν τω μεταξύ, η Χιουρρέμ βλέπει τον Λάλα Μουσταφά. «Σας ευχαριστώ, που αποφύγαμε μία μεγάλη συμφορά. Αλλά ο κίνδυνος δεν έχει ξεπεραστεί. Ο Πρίγκηπάς μου ο Μπεγιαζίτ έχει στείλει γράμμα στον Μεγαλειότατό μας όπου του λέει τα πάντα. Ευτυχώς που το γράμμα δεν θα φθάσει στα χέρια του Μεγαλειότατού μας.» Λάλα: «Με το θέλημα του Θεού, Σουλτάνα μου.....ο Λοκμάν μου είπε τα πάντα. Ο Μεχμέτ Πασάς είναι έξυπνος Βεζίρης. Θα κάνει ό,τι μπορεί.» Χιουρρέμ: «Λάλα, όλα αυτά που έκανε ο Πρίγκηπας Σελίμ,,,,είναι αλήθεια;» Λάλα: «Μίλησα με όλους στο παλάτι. Το άτομο που έσπειρε τους σπόρους της διχόνοιας στο μυαλό του είναι.....» Χιουρρέμ: «Η Νουρμπανού.....» Λάλα: «Εκείνη έστειλε την παλλακίδα της στην Κιουτάχεια. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ότι εκείνη διέταξε το θάνατο του Πρίγκηπα Μπεγιαζίτ.» Χιουρρέμ: «Τι κρίμα που έβαλα ένα φίδι στον κόρφο του γιου μου. Ο γιος μου δεν προσπάθησε να σταματήσει αυτό το φίδι. Αυτό είναι το χειρότερο.» Σουμπούλ: «Σουλτάνα μου, ηρεμήστε, σκεφτείτε την υγεία σας.» Λάλα: «Δεν πρόλαβα να σας ρωτήσω για την υγεία σας, Σουλτάνα μου. Ελπίζω να μην είναι σοβαρή κατάσταση;» Χιουρρέμ: «Είμαι καλά, πέρασα ένα επεισόδιο σήμερα από τη στενοχώρια μου. Τίποταλλο.»


Η Φαριγέ προχωρεί προς τη Νουρμπανού: «Η ώρα που θα λογοδοτήσετε έφτασε, Νουρμπανού χάτουν. Η Χιουρρέμ Σουλτάνα σας περιμένει.» Η Νουρμπανού μπαίνει μαζί με τα παιδιά της. «Με ζητήσατε, Σουλτάνα μου. Ήθελαν και αυτά να σας δουν, όπως ξέρετε τους έχετε λείψει πάρα πολύ.» Χιουρρέμ: «Σουμπούλ, πήγαινε τον Πρίγκηπα Μουράτ και τις μικρές Σουλτάνες μου στο δωμάτιό τους. Θα τους δω μετά.» Νουρμπανού: «Δεν ξέρω τι νομίζετε, αλλά είμαι αθώα. Αν έκανα ένα λάθος, το έκανα άθελά μου. Σας ζητώ να με συγχωρήσετε......Σουλτάνα μου, σας εκλιπαρώ για χάρη των παιδιών μου. Πιστέψτε με, δεν φταίω σε τίποτα.» Χιουρρέμ: «Κάθε φορά πας και λίγο πας όλο και πιο μακριά. Με κάθε σου βήμα, βυθίζεσαι όλο και περισσότερο στο βούρκο. Αλλά πάντα κάπως τη γλιτώνεις. Αλλά το τελευταίο σου κατόρθωμα....είναι ασυγχώρητο.» Νουρμπανού: «Σας παρακαλώ, Σουλτάνα μου, μην το κάνετε.» Χιουρρέμ: «Λένε ότι το κακό που κάνει κάποιος στον εαυτό του, δεν μπορούν να του το κάνουν ούτε οι μεγαλύτεροι εχθροί του. Εσύ χάραξες το τέλος της πορείας σου. Υπέγραψες τη θανατική σου καταδίκη

Ο Γκαζανφέρ λέει στον Σελίμ ότι η Χιουρρέμ κάλεσε τη Νουρμπανού και ότι αυτό δεν είναι καλό σημάδι.

Η Νουρμπανού εκλιπαρεί και η Χιουρρέμ λέει: «Μη σπαταλάς τα δάκρυά σου, είναι ανώφελο.» Ο Σελίμ μπαίνει: «Τι συμβαίνει, μητέρα;» Χιουρρέμ: «Μην προσπαθήσεις να την υπερασπιστείς.» Σελίμ: «Πήγαινε στο δωμάτιό σου, Νουρμπανού....μητέρα.» Χιουρρέμ: «Αυτή κρύβεται πίσω από όλα. Είναι ο διάβολος που δηλητηριάζει το μυαλό σου. Έχει ξεπεράσει τα όριά της εδώ και πολύ καιρό.» Σελίμ: «Υπάρχει αιτία, μητέρα....θέλει να προστατεύσει το μέλλον των παιδιών της. Εσείς ξέρετε καλύτερα τι μπορεί να κάνει μία μητέρα.» Χιουρρέμ: «Σου απαγορεύω να με βάζεις στο ίδιο επίπεδο μ’αυτή την οχιά. Θα πληρώσει με τη ζωή της για όλα όσα έχει κάνει.» Σελίμ: «Δεν μπορώ να το επιτρέψω αυτό. Είναι η μητέρα των τεσσάρων μου παιδιών.» Χιουρρέμ: «Ό,τι έκανε δεν θα μείνει ατιμώρητο.» Σελίμ: «Φυσικά, επιτρέψτε μου να κάνω ό,τι χρειάζεται.»

Εν τω μεταξύ, ο Σουλεϊμάν δεν μπορεί να κοιμηθεί. Πηγαίνει σε ένα μεγάλο σεντούκι και πιάνει ένα γράμμα και το ξεδιπλώνει αργά αργά.

Το γράμμα της Χιουρρέμ: “Σουλεϊμάν. Σουλτάνε της ψυχής μου. Τυχερό μου. Αυτή η άμοιρη σκλάβα σας θα είναι σε θέση ποτέ να σας ξαναδεί; Θα ήθελα μία φορά ακόμα να μπορούσα να γονατίσω μπροστά σας. Τότε θα ήμουν η πιο τυχερή γυναίκα στον κόσμο. Ένας φόβος μου με κάνει να τρέμω είναι ότι θα με ξεχάσετε. Αν αυτός ο φόβος μου γίνει πραγματικότητα και με βγάλετε από την καρδιά σας, θα είμαι σαν ένα δέντρο που το άφησαν χωρίς νερό, θα μαραζώσω και θα πεθάνω.» Πηγαίνει στο δωμάτιό της και κάθεται πάνω στο κρεβάτι της.

Εν τω μεταξύ η γιατρός μετρά το οίδημα στον ώμο της Χιουρρέμ. «Τι κάνεις εκεί, γυναίκα;» Γυναίκα: «Μέτρησα το οίδημα και θα το καταγράψω. Πρέπει να παρακολουθώ αν μεγαλώνει ή μικραίνει. Αν μεγαλώσει, πρέπει να προβώ σε άλλη φαρμακευτική αγωγή. Ευτυχώ, που δεν πονάτε, Σουλτάνα μου.» Χιουρρέμ: «Όχι τώρα, αλλά είναι σα να υπάρχει μέσα μου ένα άσχημο, τρομακτικό πλάσμα και που ρουφά λίγο λίγο τη δύναμή μου. Είμαι τόσο κουρασμένη.»

Ο Σουμπούλ φθάνει εκεί που είναι η Φαριγέ και η Φαριγέ τον ρωτά τι συμβαίνει, γιατί φαίνεται τόσο λυπημένος: «Υπάρχει κάτι που δεν μου είπες;» Σουμπούλ: «Φύγε, άσε με μόνο.» Τα μάτια του δακρύζουν φέρνοντας στο νου της τη συζήτηση με τη γιατρό: «Η κατάσταση της Σουλτάνας μας είναι άσχημη. Έχει μία ανιλεή αρρώστια. Είναι μία τέτοια αρρώστια που δεν έχω ακούσει ή δει κάποιον να γλιτώνει από αυτήν.»

Ο Μπεγιαζίτ και ο Ατματζά περπατούν στους κήπους στη Μάνισα. Ατματζά: «Η ξαφνική άφιξη της Σουλτάνας μας με μπέρδεψε. Μήπως της το είπε ο Λοκμάν Αγάς;» Μπεγιαζίτ: «Όχι, ο Λάλα Μουσταφά. Αυτός πιθανόν να είχε αμφιβολίες για τον Σελίμ και της έγραψε. Είναι ο πιο έμπειρος από όλους.» Ατματζά: «Πιστεύετε ότι τα νέα του καθήκοντα μπορούν να έχουν μπερδέψει την αφοσίωση του Λάλα;» Μπεγιαζίτ: «Είναι οξύθυμος και καυστικός, ωστόσο εκπροσωπεί τον Μεγαλειότατό μας και επίσης είναι αφοσιωμένος στη μητέρα μου. Δεν βλέπω το λόγο να τον υποπτεύεσαι.» Ατματζά. «Όταν το γράμμα φτάσει στον Μεγαλειότατό μας, όλοι θα πληγωθούν. Η Χιουρρέμ Σουλτάνα φυσικά θα θελήσει να κρύψει το φταίξιμο των παιδιών της.»

Ο Σελίμ, εν τω μεταξύ, μιλά στον Λάλα και ρωτά πότε θα επιστρέψει ο Μπεγιαζίτ στο σαντζάκι του. Ο Λάλα λέει ότι η Χιουρρέμ του ζήτησε να μείνει λίγο παραπάνω και είναι προφανές ότι θέλει να μετριάσει τον θυμό του και ότι εκείνη θα θελήσει να τους φέρει και πάλι σε ειρήνη. Ο Σελίμ ρωτά πώς είναι αυτό δυνατόν και ότι το γράμμα θα φτάσει στον Σουλεϊμάν αργά ή γρήγορα. Ο Λάλα λέει ότι το γράμμα δεν θα φτάσει, επειδή δεν υπάρχει πιθανότητα. Ο Σελίμ ρωτά πώς μπορεί να είναι τόσο σίγουρος. Ο Λάλα λέει ότι, «ένας καλός κρατικός υπάλληλος έχει μάτια και αυτιά παντού, ξέρει ό,τι συμβαίνει, άσχημα ή καλά, αλλά αν δεν έχει καλή διαίσθηση, τότε ότι και να πω είναι ανώφελο.» Σελίμ: «Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι με σώσατε από μία μεγάλη καταστροφή καλώντας τη μητέρα μου εδώ. Αλλά ξέρω επίσης ότι αγαπάτε πολύ τον Πρίγκηπα Μπεγιαζίτ.......Λάλα, σου ζητώ να ξεχάσεις το παρελθόν και την αφοσίωσή σου στον Μπεγιαζίτ και τα αυτιά σου να ακούν και τα μάτια σου να βλέπουν ό,τι έχει σχέση με μένα. Θέλω έναν ισχυρό Λάλα όπως εσύ πίσω μου με όλη μου την καρδιά και την ψυχή.» Λάλα: «Με τιμάτε, Πρίγκηπά μου. Αλλά μην περιμένετε από μένα να πάρω θέση ανάμεσά σας. Δεν έχω άλλη επιλογή από το καθήκον μου να σας υπηρετώ εξίσου. Με την άδειά σας.» Γκαζανφέρ: «Πρίγκηπά μου, κι αν εκθέσει την πρότασή σας; Δεν μπορούμε να τον εμπιστευθούμε.» Σελίμ: «Δεν είναι απαραίτητο να τον εμπιστευθούμε. Είναι αρκετό γι’αυτόν να δουλεύει για μένα. Στο τέλος, όπως όλα τα ζητήματά μας, θα νομίζει ότι είναι για δικό του όφελος. Αν βλέπει το δικό του όφελος στο μέλλον μου και μπορέσω να τον πείσω γι’αυτό, τότε τα πράγματα θα αλλάξουν.»

Στην πρωτεύουσα, ο Σοκολλού είναι στο γραφείο του, όταν φτάνει ένα γράμμα. Ο Σοκολλού το διαβάζει και λέει: «Καλά έκανες, Ισμαήλ Αγά....όπως ακριβώς είπε ο Λοκμάν Αγάς. Αν αυτό το γράμμα είχε φτάσει στα χέρια του Μεγαλειότατού μας, η κατάσταση του Πρίγκηπα Σελίμ θα ήταν σε δυσάρεστη κατάσταση.»

Ο Ρουστέμ διαβάζει κάτι όταν ο Ζαλ φτάνει. Ρουστέμ: «Τι συμβαίνει, Ζαλ; Έχουμε νέαν από την Γκρατσία Μέντεζ;» Ζαλ: «Ένα γράμμα ήρθε από τον Πρίγκηπα Μπεγιαζίτ, Πασά μου. Ο Αγάς πήγε το γράμμα στον Σοκολλού αντί στον Μεγαλειότατο.» Ρουστέμ: «Τι λες, Ζαλ; Πώς τόλμησε;»


2ο ΜΕΡΟΣ
Βλέπουμε την Μιχριμα με τον Πεδρο στην ακρογιαλιά. Mιχριμα: «Αυτό το αλμυρό νερό πρόκειται να είναι η θεραπεία για την κατάστασή μου;» Πέδρο: «Ξέρετε για την ασθένεια της κατάθλιψης, Σουλτανα μου; Έχει να κάνει με την ψυχη ενός ατόμου. Αν η ψυχη είναι άρρωστη, τότε θα πάθει κατάθλιψη. Το σώμα και η ψυχή είναι πραγματικά ένα;» Μιχριμα: «Δηλαδή, εάν το σώμα ενός ατόμου είναι άρρωστο, τότε η ψυχή του θα είναι άρρωστη.» Πέδρο: «Εάν αυτές οι ψυχές περασουν πονο, τότε το ιδιο θα πάθουν και τα σώματα. Αυτή είναι η κατάστασή σας, Σουλτανα μου. Τα συμπτώματα προσπαθουν να σας πουν κάτι ίσως.» Mιχριμα: «Ας ελπίσουμε ότι δεν αρρωστήσω ξανα τώρα που με έχεις φέρει σε αυτή τη θάλασσα.» Πέδρο: «Το νερό είναι καλό για την υγεία σας, ο καθαρός αέρας, το φως του ήλιου, τα έχετε στερηθεί ολα αυτά ως πριγκίπισσα κλειδωμένη μακριά σε ένα πύργο από έναν δράκο.» Μιχριμα: «Δεν είμαι πριγκίπισσα, μια Σουλτάνα είμαι, και ποιον αποκαλείς δράκο;» Πέδρο: «Ξέρετε πολύ καλά.» Περπατούν προς τα κύματα και στη συνέχεια η υπηρετρια φτάνει λέγοντας: «Σουλτανα μου, θα κρυώσετε, έχουμε μείνει πολύ ωρα έτσι κι αλλιώς.» Μιχριμα: «Έχεις δίκιο, ας πάμε.»

Ο Ρουστεμ πηγαίνει εν τω μεταξύ για να δει τον Σοκολλου: «Πού είναι το γράμμα;» Σοκολλου: «Ποιο γράμμα, τι είναι αυτά που λέτε, Πασά μου;» Ρουστεμ: «Μιλώ για την επιστολή που ήρθε από τον πρίγκιπα Μπεγιαζίτ. Πού είναι;» Σοκολλου: «Εγώ δεν γνωρίζω για τετοια επιστολή, Πασά μου.» Ρουστεμ: «Και γιατί να ήταν εδώ άλλωστε!» Ρουστεμ: «Νομίζετε ότι μπορει να πετάξει πουλί σε αυτό το παλάτι και δεν θα μαθω γι 'αυτό; Ό, τι κρύβεις να ξέρεις ότι θα εμφανιστεί μπροστα μου, προσεύχομαι να μην είναι κάτι που θα με εξοργίσει.» Βλέπουμε τον Σοκολλου να καιει το γράμμα μετά την αποχώρηση του Ρουστεμ.
Στη Mανισα, η Χιουρρεμ: «Ευτυχώς που δεν υπήρξε θόρυβος από την Πρωτεύουσα. Ο Σοκολλου πρέπει να μερίμνησε για την επιστολή του Μπεγιαζίτ.» Φαριγε: «Χάρη στον Λοκμαν Αγά που έκανε σωστά τη δουλειά του.» Χιουρρεμ: «Από τώρα και στο εξής πρέπει όλοι να είναι προσεκτικοί.» Φτάνει ο Μπεγιαζίτ: «Μητέρα, δεν θέλω τον Λοκμαν Αγά δίπλα μου πια. Εχει εμποδίσει το γράμμα μου να φτάσει στον Μεγαλειότατο μας. Δεν μπορώ να κρατήσω κάποιον σαν αυτόν πια.» Χιουρρεμ: «Έλα να καθίσεις γιε μου, να ηρεμήσεις. Μπεγιαζίτ, ο Λοκμαν έκανε το σωστό. Η επιστολή θα έκαιγε πρώτα εσένα. Ο Σελίμ μπορούσε να αρνηθεί τα πάντα, αλλά εσυ ήρθες στο σαντζάκι του αδερφού σου με στρατό. Δεν θα μπορουσε να υπάρξει καμία εξήγηση ή άρνηση σε αυτό. Ό,τι και να κάνετε, είστε και οι δύο μέρος της ψυχής μου. Η μεγαλύτερη προσευχή μου είναι να μην ζήσω άλλη απώλεια ενός παιδιού. Ολη η καρδιά και η δύναμή μου είναι μαζί σου , αλλά μην περιμένεις ποτέ να κανω κατι που θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή του Σελίμ. Ποτε.» Μπεγιαζίτ: «Σε αυτή την περίπτωση, επιτρέψτε μου να γυρίσω στο Σαντζάκι μου μητέρα. Πρώτα θα καθίσετε με τον Σελίμ να μιλήσετε και να λύσετε το θέμα φιλικά.» Η Χιουρρέμ αισθάνεται ξαφνικά πόνο.
Εν τω μεταξύ, ο Σοκολλου είναι με τον Σουλεϊμάν. Σουλευμαν: «Ποια είναι η κατάσταση της Σινιόρα Μεντεζ;» Σοκολλου: «Έχει μετακομίσει στο σπίτι της, και σας ευγνωμονεί. Έχει ξεκινήσει διαπραγμάτευση, τα πλοία της θα είναι εδώ μέσα σε λίγες ημέρες. Η Μιχριμα φτάνει με την κόρη της. Mιχριμα: «Μας λείψατε πολύ, Μεγαλειότατε.» Σουλευμαν: «Βλέποντας το χαμογελαστό σου πρόσωπό, φέρνει χαρά στην ψυχή μου. Προσεύχομαι ότι έχεις βρει την υγεία σου.» Μιχριμα: «Κάποια στιγμή έρχεται και φεύγει. Ευχαριστώ τον Θεός και τον Μεχμέτ Πασά που εφερε τον γιατρο Πεδρο και μπόρεσα να θεραπευτώ.» Σουλευμαν: "Ωραια!" Σοκολλου: «Μεγαλειότατε, με την άδειά σας, θα ήθελα να παραχωρήσω τον Σινιόρ Πεδρο, ως δώρο στην Σουλτανα μας. Από εδώ και εμπρός θα είναι γιατρός στην υπηρεσία της σουλτάνας μας.» Σουλευμαν: «Τον θεωρώ κατάλληλο.»

Ο Σελιμ είναι στη βεράντα του, όταν φτάνει η Νουρμπανου. Σελιμ: «Δεν σου ειπα να μην βγεις απο το δωμάτιό σου;» Νουρμπανου: «Παρακαλώ, μην το κάνεις αυτό Σελίμ. Μην πέσεις στις παγίδες των εχθρών μας. Θέλησα ποτε το κακό σου; Μόνη επιθυμία μου είναι να προστατέψω εσένα και τα παιδιά μας.» Σελίμ: «Nουρμπανου, επέστρεψε στο δωμάτιό σου.» Nουρμπανου: «Αν είναι ετσι, τότε να μου δώσεις ό, τι τιμωρία έχεις στο μυαλό σου ήδη. Αν θέλεις να πάρεις τη ζωή μου, είμαι πρόθυμη. Μονο μην με κρατήσεις μακριά από εσένα. Μην με τιμωρήσεις με την απουσία σου.» Σελίμ: «Nουρμπανου, επεστρεψε στο δωμάτιό σου.»
Ο Λάλα μιλάει στον Μπεγιαζίτ: "Πρίγκιπα μου, αν είχατε πάει στον Μεγαλειότατο μας, αντί να έρθετε εδώ, τότε ο Πρίγκιπας Σελιμ δεν θα μπορούσε να σωθεί από αυτό το θέμα.» Μπεγιαζιτ: «Μην μιλάτε με άγνοια. Ο Σελίμ θα το ειχε αρνηθεί και ο Μεγαλειότατος μας, ως συνήθως, θα τον πίστευε. Οπως και να χει η πραγματική μου ανησυχία είναι η μητέρα μου. Ο γιατρός είπε ότι δεν είναι σοβαρό, αλλά δεν την βλέπω καλά. Κοίταξε το.»
Ο Πεδρο φτάνει με τις αλυσίδες στον Σοκολλου: «Πασά μου, τι συμβαίνει; Ανησύχησα όταν με καλέσατε ξαφνικά.» Σοκολλου: «Δεν είσαι πλέον ο γιατρός μου, Πεδρο.» Πεδρο: «Τι ... με έχετε ελευθερώσει;» Σοκολλου: «Τι απελευθέρωση άνθρωπε μου; Σε έδωσα ως δώρο ... ως δώρο.» Πεδρο: «Μήπως έκανα κάτι λάθος; Σε ποιόν ... με κάνατε δώρο ... πού;» Βλέπει την Μιχριμα. Σοκολλου: «Σουλτανα μου, ο Σινιόρ Πεδρο, από τωρα και στο εξης ειναι στην υπηρεσία σας.» Mιχριμα: «Σας ευχαριστώ, Μεχμέτ Πασά.» Οι αλυσίδες του Πεδρο ξεκλειδώνονται. Mιχριμα: «Σινιόρ Πεδρο είσαι ο προσωπικός μου γιατρός. Δεν είστε ευχαριστημένος;» Πεδρο: «Είμαι πάντα ειλικρινής μαζί σας ... Το να αγοράζομαι και να πωλούμαι σαν σκλάβος, ή να δίνομαι σαν δωρο σε κάποιον δεν με κάνει ευτυχισμένο. Αλλά το να είναι μαζί σας, να είμαι κοντά σε σας, είναι η μεγαλύτερη επιθυμία μου. Τουλάχιστον έχω φυγει μακριά από τον Σοκολλου, Μεχμέτ Πασά.»

Εν τω μεταξύ ο Ζαλ είναι με τον Ρουστεμ ο οποίος λέει: «Είσαι σίγουρος γι 'αυτό;» Zαλ: «Ο Σοκολλου τον δώρισε προσωπικά.» Ρουστεμ: «Λένε ότι δεν πρεπει να σε νοιάζει για τον σκύλο του οποίου ο θάνατος πλησιαζει.»
Εν τω μεταξύ, η Μιχριμα φτάνει και η υπηρετρια της την συναντα. Η Μιχριμα της λέει: «Είναι δωρο από τον Μεχμέτ Πασά, βρες του χωρο για να εγκατασταθει.» Υπηρετρια: «Πώς μπορεί αυτό να γίνει, Σουλτανα μου, ο Ρουστεμ πασάς θα κάψει το παλάτι στα κεφάλια μας.» Μιχριμα: «Ο Μεγαλειότατος μας ξέρει. Δειξε στον Πεδρο που θα μείνει και μην επεμβαίνουν στα υπόλοιπα.
Εν τω μεταξύ, η Γκρατσια είναι με τον Σοκολλου που της εξηγεί τη θέση για τα πλοία της. Ότι δεν θα πρέπει να βρεθεί στην προβλήτα και θα πρέπει να περιμένουν στα ανοιχτα νερα για λίγες ημέρες και στη συνέχεια να δέσουν. Η Γκρατσια λέει ότι θα προτιμούσε τα πλοία της να δέσουν στο λιμάνι το συντομότερο δυνατόν, επειδή ο χρόνος είναι χρήμα και δεν έχει χρόνο για χάσιμο. Ο Σοκολλου της λέει ότι αυτή τη φορά θα γίνει όπως θέλει. Ο Ρουστεμ μπαινει και η Σινιόρα λέει ότι θα τον συναντουσε γρήγορα, αλλά αυτός την οδηγει εξω λεγοντας: «Σινιόρα αργότερα, παρακαλώ να φύγετε.»

Όταν μένει με τον Σοκολού, του λέει: «Τι νομίζεις ότι κάνεις, με ποιο σκοπό δώρισες στη σύζυγό μου αυτόν τον ψεύτη υπηρέτη;» Σοκολλού: «Ο Μεγαλειότατος μας επίσης το είδε ως αρμόζων, και τι  πρόβλημα υπάρχει, δεν καταλαβαίνω; Είναι γιατρός της για αρκετό καιρό έτσι κι αλλιώς.» Ρουστέμ: «Ξέρεις ότι δεν θέλω αυτόν τον άνθρωπο στο παλάτι μου, Σοκολλού! Το κάνεις επίτηδες!» Σοκολλού: «Τον δώρισα, γιατί πίστευα ότι θα μπορούσε να ωφελήσει την Σουλτάνα μας. Ο Μεγαλειότατος μας και η Σουλτάνα μας χάρηκαν πολύ με αυτό το δώρο.» Ρουστέμ: «Πάντα κρύβεσαι πίσω από την πλάτη του Μεγαλειότατου και της Σουλτάνα μας. Αλλά δεν μπορεί να συνεχιστεί έτσι. Δεν πρόκειται ! Κολυμπάς σε επικίνδυνα νερά. Θα προκαλέσω μια τέτοια καταιγίδα που δεν θα είσαι καν σε θέση να βρεις προστασία σε κανένα λιμάνι.»

Η Γκρατσια γκρινιάζει και λέει στον σύνοδο της: «Αυτό δεν είναι καθόλου καλό. Η σχέση μου με τον Ρουστέμ πασά έπρεπε να ήταν πολύ καλύτερη. Δέχομαι κι ένα μέρος από το μίσος του, που δείχνει προς τον Μεχμέτ Πασά.» Συνοδός: «Μην στενοχωριέστε, Σινιόρα, έχω κάποια νέα που θα σας ευχαριστήσουν πολύ.Τα πλοία σας είναι έτοιμα να φτάσουν στην Κωνσταντινούπολη.»

Ο Πέδρο βλέπει το δωμάτιό του, και ζητά λίγο ψωμί και φρούτα, καθώς δεν έχει φάει από το πρωί. Νομίζει ότι ο Αγάς επέστρεψε και λέει: «Είναι ένα όμορφο δωμάτιο.» Αλλά στην πραγματικότητα είναι ο Ρουστέμ που τον χαστουκίζει. Και κατόπιν αρχίζει να τον ξυλοκοπά. Εν τω μεταξύ, φτάνει η παλλακίδα να ενημερώσει την Μιχριμά. Ρουστέμ: «Γιατί ήρθες! Μίλα!» Πέδρο: «Ο Σοκολλού Πασάς με δώρισε.» Ρουστέμ:«Θα έρθει και η δική του η σειρά, θα ξεριζώσω τα σωθικά και των δυο σας.» Ακριβώς τότε φτάνει η Μιχριμά. Ρουστέμ: «Δεν έπρεπε να το κάνεις αυτό, Μιχριμά.» Ο Ρουστέμ τραβά μαχαίρι και τότε η Μιχριμά λέει: «Τον ελευθέρωσα! Τον ελευθέρωσα!» Ρουστέμ: «Τον ελευθέρωσες είναι αλήθεια;» Μιχριμά: «Είναι ελεύθερος τώρα, αν βλάψεις έστω και μια τρίχα από το κεφάλι του, θα σε αναφέρω στον δικαστή. Θα δικαστείς σαν εγκληματίας. Αν τον σκοτώσεις, ποτέ δεν θα σωθείς από την οργή του Μεγαλειότατου μας.» Ο Ρουστέμ τον αφήνει. Ρουστέμ: «Δεδομένου ότι είναι ελεύθερος, σύμφωνα με τους κανόνες μας δεν μπορεί να ζήσει εδώ. Αγάδες! Πάρτε αυτό το σκυλί έξω, και να φύγει το συντομότερο δυνατό από την Πρωτεύουσα!»

Ο Μπεγιαζίτ είναι με με τον Λοκμαν και κοιταζουν ένα κορίτσι. Λοκμαν: «Από ό, τι έχω μάθει, αυτό είναι το κορίτσι που ψάχνατε, η αδελφή της Ντέφνε χατουν, Άννα.» Μπεγιαζίτ: «Μοιάζει στην αδελφή της. Ποτέ δεν θα συγχωρήσω τον Σελίμ, Λοκμαν. Ειδικά από τη στιγμή που χρησιμοποίησε ένα αθώο παιδί και μια απελπισμένη γυναίκα. Κανένας πόλεμος και κανένα τέλος δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει κάτι τέτοιο.»

Στην Κιουτάχεια, η κόρη του Μπεγιαζίτ λέει σε έναν αγά ότι θέλει να δει την Ντέφνε και ότι τους διατάζει. Η Κάλφα λέει ότι την προδοσία στο πρόσωπο της μητέρας της, και σχολιάζει την ατυχία της να είναι χωρίς μητέρα. Το κοριτσάκι συνεχίζει να τους λέει να ανοίξουν την πόρτα. Η Κάλφα φτάνει και της λέει ότι ο Μπεγιαζίτ, ο πατέρας της δεν θα επιτρέψει στην Ντέφνε να δει κανέναν. Το κοριτσάκι ρωτά γιατί όχι, και ρωτά τι έχει κάνει. Η Κάλφα λέει ότι δεν μπορεί να της πει και στη συνέχεια ζητά από μια παλλακίδα να την πάρει στο δωμάτιό της. Η πόρτα ανοίγει και η Ντέφνε ρωτά αν υπάρχει κάποιος τρόπος να δει την Αισε Σουλτάνα. Η Κάλφα λέει όχι και ότι ο μόνος λόγος που είναι ζωντανή είναι εξαιτίας του παιδιού που εγκυμονεί. Η Ντέφνε της λέει ότι δεν είχε άλλη επιλογή παρά να κάνει όσα έκανε λόγω της αδελφής της. Η γυναίκα της λέει πως η Nουρμπανού πρέπει από καιρό να έχει πάρει ζωής της αδελφής της. Της δίνει το δίσκο με το φαγητό και φεύγει.

Ο Ρουστέμ φωνάζει στη Μιχριμά: «Με τι μυαλό θα δεχόσουν αυτόν τον διάβολο ως δώρο; Δεν ξέρεις ότι ποτέ δεν θα έδινα άδεια για κάτι τέτοιο; Κοίτα με, κοίτα το πρόσωπό μου!» Έχει δάκρυα στα μάτια του. Ρουστέμ: «Εγώ ήμουν πάντα πιστός σε σένα. Μία μόνο λέξη σου άξιζε περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσμο για μένα. Αλλά πάντα προσποιούσουν σαν να μην ήμουν εδώ. Τις περισσότερες φορές ξεχνάς ακόμη και ότι είσαι η γυναίκα μου Μιχριμά. Αλλά τώρα όλα έχουν αλλάξει. Τα πάντα. Με το έγγραφο αυτό της ελευθερίας του Πέδρο, κι εγώ απελευθερώνω την αγάπη μου για σένα. Σήμερα είναι η μέρα που η αδυναμία μου και η αγάπη μου για σένα τελειώνει. Από τώρα και στο εξής, ο γάμος μας είναι απλώς μια συμφωνία. Μην κάνεις τίποτα που θα με κάνει να φαίνομαι κακός. Θα καταστρέψω τη φήμη σου ( αν το κάνεις αυτό ). Ακόμη και αν αυτό κοστίσει τη ζωή μου, θα το κάνω. Ξέρω ότι θα το κάνω.» Ο Ρουστέμ λέει στον αγά έξω να δώσει το έγγραφο στον Πεδρο και ότι θα φύγει με το πρώτο πλοίο από την πρωτεύουσα. Εν τω μεταξύ ο Πέδρο περιμένει έξω και παίρνει την επιστολή από τον αγά που του λέει πως την έστειλε ο Ρουστέμ. Ο Πέδρο ρωτά εάν με αυτό το έγγραφο μένει ελεύθερος και ο αγάς γνέφει και λέει ότι ο Ρουστέμ έχει πει ότι πρέπει να φύγει αμέσως από την πρωτεύουσα.»

Στην Mανισα, η γιατρός εξετάζει το οίδημα στον ώμο της Χιουρρέμ και λέει ότι έχει μικρύνει και ότι σαφώς πρόκειται να γίνει καλύτερα. Η Χιουρρέμ είναι χαρούμενη: «Το ήξερα έτσι κι αλλιώς, είναι όλα από το άγχος και τη θλίψη.» Ο Σουμπούλ της φέρνει λίγο γάλα και εκείνη του λέει ότι το οίδημα έχει μικρύνει και ότι όπως είχε μαντέψει δεν είναι τίποτα σημαντικό. Ο Σουμπούλ κοιτάζει την γιατρό και θυμάται τα λόγια της σε ένα φλασμπακ: «Της έδωσα φάρμακα, θα μειώσει το πρήξιμο. Έτσι που θα σκεφτεί ακόμη και ότι έχει θεραπευτεί, όμως, δεν θα διαρκέσει για πολύ, Σουμπούλ αγά.» Όταν η γιατρός φεύγει, η Χιουρρέμ λέει στον Σουμπούλ: «Τώρα υπάρχει μόνο ένα πράγμα που ενοχλεί την ψυχή μου. Οι πρίγκηπες μου, αν μπορέσω να σταματήσω την έχθρα μεταξύ τους, τότε μπορώ να φύγω από εδώ ήρεμη.» Σουμπούλ: «Θεού θέλοντας, Σουλτάνα μου.» Η γιατρός πηγαίνει στο γραφείο της και βρίσκει εκεί τον Λάλα. Λάλα: «Ποια είναι η ασθένεια της Χιουρρέμ Σουλτάνας; Ας ελπίσουμε ότι δεν είναι κάτι άσχημο;» Γιατρός: «Η Σουλτάνα μας είναι πολύ καλά... έχει ένα οίδημα στο σώμα της, ένα καλοήθη όγκο. Δεν είναι σημαντικό.» Λάλα: «Τότε γιατί δίνετε τόσο μεγάλη σημασία σε αυτή την ασθένεια; Έχετε σχεδιάσει ακόμη και το σχήμα του. Έχετε γράψει σελίδες για την κατάστασή της. Είναι προφανές, κάτι κρύβετε. Προφανώς σας έχουν προειδοποιήσει. Μην ανησυχείτε, δεν θα το πω σε κανέναν. Κοιτάξτε, χατουν εκπροσωπώ την βούληση του Μεγαλειότατου μας σε αυτό το παλάτι. Αν ο Μεγαλειότατος μας νομίσει ότι υπάρχει κάτι κρυφό  πρώτα το κεφάλι σας θα πέσει.» Γιατρός: «Ο Σουμπούλ αγά μου είπε να το κρύψω. Η Χιουρρέμ Σουλτάνα δεν ξέρει καν γι 'αυτό. Έχει μια ανίατη ασθένεια. Δ εν της έχει μείνει πολύς χρόνος.»

Ο Λάλα είναι στην διάδρομο και συναντά τον Μπεγιαζίτ: «Ερχόμουν να σε δω Λάλα, ρώτησες τριγύρω; Ποια είναι η ασθένεια της μητέρας μου;» Λάλα: «Δόξα τω Θεώ, δεν είναι τίποτα σοβαρό, πριγκηπα μου, μίλησα με την γιατρό, η Σουλτάνα μας είναι καλά, την έχουν καταβάλει τα τελευταία γεγονότα.» Μπεγιαζίτ: «Με κάνατε να αισθάνομαι πολύ καλύτερα. Κάποια απόσταση, έχει δημιουργηθεί μεταξύ μας. Ο Σελίμ πρέπει να έχει προσπαθήσει να σας κάνει πλύση εγκεφάλου, όμως σας έχω πλήρη εμπιστοσύνη. Δεν κάνω λάθος, σωστά, Λάλα; Μπορώ να σε εμπιστευτώ;» Λαλα: «Μην αμφιβάλετε, πριγκηπα μου.» Μπεγιαζίτ: «Ωραία. Ξέρω ότι σας παραμέλησα, δεν άκουσα τις συμβουλές σας, αλλά από τώρα και στο εξής, θα χρησιμοποιήσω περισσότερο την εμπειρία σας.»

Η Μιχριμά είναι με την παλλακίδα της. Παλλακίδα: «Δεν θέλω να υπερβώ τα όριά μου, αλλά ήταν προφανές ότι ο Ρουστέμ πασάς δεν θα του επέτρεπε να μείνει. Ευτυχώς η Χιουρρέμ σουλτάνα δεν είναι εδώ, αν ήξερε τι θα έλεγε γι' αυτό;» «Μιχριμά: «Για όλα αυτά τα χρόνια έζησα όπως ήθελε η μητέρα μου. Παντρεύτηκα τον άντρα που ήθελε να παντρευτώ. Γι 'αυτό τα βρήκα με τον Ρουστέμ για χάρη για της ίδιας και του Μπεγιαζίτ. Ήθελα να πάρω διαζύγιο, αλλά ποτέ δεν με πήραν σοβαρά υπόψη. Μετά από όλα αυτά τα χρόνια, μπορούσα να απολαύσω την παρέα κάποιου... δεν περίμενα τίποτα βέβαια, απλά ήθελα να είναι κοντά μου, αυτό είναι όλο. Που ήταν το κακό σε αυτό;»

H Χιουρρεμ κάθεται στο τραπέζι, όταν φτάνει ο Σελίμ. Χιουρρεμ: «Κάθισε.» Σελίμ: «Μητέρα, μακάρι να υπήρχε ένας τρόπος για να διαγράψετε την σκηνή που είδατε όταν ήρθατε.» Χιουρρεμ: «Το εύχομαι, Σελίμ. Το εύχομαι.» Σελίμ: «Ο Μεγαλειότατος μας δεν πρέπει να μαθει όλα αυτά τα αρνητικά πράγματα που έχουν γινει. Σωστα;» Χιουρρεμ: «Δεν υπάρχει κανένας τρόπος να εγκρίνω αυτό που εσυ ή ο Μπεγιαζίτ έκανε, αλλά έχεις δίκιο. Ο Μεγαλειότατος μας δεν θα μάθει αυτό που συνέβη. Μόνο που, από τώρα και στο εξής , θα ακούτε όλα όσα λέω, από τώρα και στο εξής δεν θα κάνετε πράγματα από μονοι σας.» Ακουγεται ένα χτύπημα και ο Μπεγιαζίτ φτάνει. Σελιμ: «Καταλαβαίνω γιατί με καλέσατε μητέρα.» Μπέγιαζιτ: «Αν φύγω, θα είναι καλυτερα, μητέρα.» Χιουρρεμ: «Φτάνει. Καθίστε και μην δοκιμάζετε την υπομονή μου, είμαι κουρασμένη από την έχθρα σας. Σελιμ… ζητα συγγνώμη από τον Μπεγιαζίτ.» Σελίμ: «Δεν έκανα τίποτα για να ζητήσω συγχώρεση, μητέρα. Αλλά για την ηρεμια και για σας, θα ζητήσω συγγνώμη.» Μπεγιαζίτ: "Δεν υπάρχουν όρια στην υποκρισία σου. Σωστα, Σελίμ; Η μητέρα προσπαθει χωρίς λόγο.» Σελίμ: «Μητέρα, κάνω ό, τι μπορώ, αλλά βλεπετε, ο Μπεγιαζίτ δεν αλλάζει.» Χιουρρεμ: «Αρκετά. Πάψτε και ακούστε με. Συνέλθετε επιτελους. Αν με λενε Χιουρρεμ, αυτό το βράδυ θα πρέπει να γίνει ειρήνη εδώ.

Βλέπουμε την Γκρατσια να φευγει από το λιμάνι, μεσα στο σκοτάδι. Η Χιουρρεμ συνεχίζει: «Μπορειτε να ζήσετε με ειρήνη και ευτυχία. Πολλοί εχθροί καταλήγουν να γίνουν φίλοι μεταξύ τους. Είστε αδέλφια.» Μπεγιαζιτ: «Μητέρα, καταλαβαίνω πολύ καλά, όμως, αν κάποιος χάνει την εμπιστοσύνη του, είναι σχεδόν αδύνατο να την ανακτήσει. Αλλά και πάλι, για χάρη σου, εγώ θα αγνοήσω αυτό που έκανε ο Σελίμ αυτή τη φορά, όμως, αν δεν σταματήσει, τότε μόνο ο Θεός μπορεί να με σταματήσει την επόμενη φορά.» Χιουρρεμ: « Ο αδελφός σου δεν θα κάνει λάθος ξανα, το εγγυώμαι.» Μπεγιαζιτ: «Κατι ακομα. Η κατάσκοπος που ο Σελίμ έστειλε στην Κιουτάχεια έχει μια αδελφή εδώ ... θα έρθει μαζί μου.» Χιουρρεμ: «Ποιος είναι ο σκοπός σου με αυτό που κανεις; Όταν η γυναίκα γεννήσει θα εκτελεστεί, σωστά;» Μπεγιαζιτ: «Δεν έχω καμία πρόθεση να την συγχωρήσω, όμως δεν ειναι κακή κοπέλα, εκανε μια θυσία. Έκανε τα πάντα για να σώσει την μικρή αδελφή της. Είναι δικαίωμά της να δει την αδελφή της τις τελευταίες μέρες της. Αν μένει εδώ, το αποτέλεσμα θα είναι προφανές ούτως ή άλλως.» Ο Μπεγιαζίτ φευγει.

Ο Σελίμ σχολιάζει: «Ο Βαγιαζίτ και το έλεος του....» Χιουρρεμ: «Ελα στα συγκαλά σου. Δώσε στον Μπεγιαζίτ το παιδί που θελει.» Σελιμ: «Μητέρα, θα είμαι ένας άξιος γιος σας. Αλλά αν ο Μπεγιαζίτ δεν σταματήσει, τότε αυτό είναι ένα άλλο θέμα.» Χιουρρεμ: «Δεν έχω καμια αμφιβολία για τον Μπεγιαζίτ. Θα σταματήσει. Εφ 'όσον μπορέσεις να ελέγξεις αυτο το διάβολο. Απαλλάξου από το διάβολο που εχεις στο χαρέμι σου μία και καλη.»

Βλέπουμε την Γκρατσια και τον συνοδό της να μπαίνουν κρυφά σε ένα πλοίο όπου υπάρχουν άνθρωποι κάτω από κουβέρτες. «Καλώς ήρθατε αδελφοί μου. Δεν υπάρχει πιο σκλαβιά για σας από τώρα και στο εξής. Δεν υπάρχει πλέον Πάπας, ούτε άλλη Ιερά Εξέταση. Είστε ελεύθεροι και ασφαλείς στα Οθωμανικά εδάφη.» Ένα από τα κορίτσια την ευχαριστεί . Καθώς γυρίζει πίσω στην ακτή, βλέπουμε τον Ζαλ να κρυφοκοιτάζει από μια γωνία.


Στην Mανισα η Χιουρρέμ είναι έτοιμη να φύγει. Η Χιουρρέμ λέει στον Μπεγιαζίτ να είναι προσεκτικός και ότι κάθε λάθος βήμα που κάνει μπορεί μόνο να βλάψει αυτόν και όχι τον Σελίμ. Γυρίζει στον Σελίμ που φιλάει το χέρι της και την αγκαλιάζει επίσης. «Σελίμ, μην ξεχνάς τα λόγια μου, την επόμενη φορά δεν θα σε συγχωρέσω.» Ο Σελίμ γνέφει. Κοιτάζει πίσω τα αγόρια της και στη συνέχεια τον Λοκμαν και την Φαριγε και στη συνέχεια ανεβαίνει στην άμαξα. Η Nουρμπανού εν τω μεταξύ μπαίνει στο δωμάτιό της με τον Γκαζανφέρ και λέει: «Επιτέλους φεύγει. Και ο πρίγκηπας μας θα είναι έξω από την επιρροή της, φυσικά.» Γκαζανφέρ: «Μην είστε σίγουρη γι’ αυτό, Σουλτάνα μου.»

Ο Σοκολλού και η Γκρατσία περπατάνε στο διάδρομο προς το δωμάτιο του Σουλτάνου. Σοκολλού: «Γιατί ο Μεγαλειότατος μας κάλεσε και τους δυο, Σινιόρα;» Γκρατσί : «Δεν ξέρω, πασά μου.» Ο Ρουστέμ βγαίνει και τους χαιρετάει. Ο Σουλεϊμάν είναι στο δωμάτιό του και οι δυο τους μπαίνουν μέσα. Σουλεϊμάν: «Μεχμέτ Πασά, έχετε κάποια εξήγηση για ότι έχει συμβεί;» Σοκολλού: «Συγχωρέστε με Μεγαλειότατε, δεν ξέρω για τι μιλάτε;» Σουλεϊμάν: «Η Σινιόρα Mεντεζ, χωρίς την άδειά μου, έφερε τους ανθρώπους της στα εδάφη μου και μεταφέρει ανθρώπους αντί εμπορευμάτων.» Σοκολλού: «Δεν ήξερα τίποτα γι όλα αυτά. Σινιόρα τι είναι αυτά που κάνατε;» Γκρατσία: «Σουλτάνε Σουλεϊμάν, παρακαλώ επιτρέψτε μου να εξηγήσω.» Σουλεϊμάν: «Μίλα. Αυτός είναι ο λόγος που σε κάλεσα εδώ. Ελπίζω ότι έχεις μια αποδεκτή αιτιολογία.» Γκρατσία: «Μεγαλειότατε μου, ζητώ τη συγχώρεσή σας. Εκατοντάδες ζωές παιδιών και γυναικών εξαρτώνται από αυτό. Οι πανίσχυροι πρόγονοί σας πάντα καλοδεχόντουσαν τους Εβραίους που δραπέτευαν από διώξεις στα χριστιανική εδάφη. Σκέφτηκα ότι και εσείς θα ήσασταν προς αυτή την κατεύθυνση.Υποτάσσω την ψυχή μου στον Μεγάλο Τούρκο.»

Σουλεϊμάν: «Οι ομόθρησκοι σας είχαν ζητήσει άσυλο και καταφύγιο σε μένα, και είχα προειδοποιήσει τον Πάπα ότι ήταν υπό την προστασία μου.» Γκρατσία: «Δυστυχώς οι ομόθρησκοι μου δεν ρίχτηκαν στη φυλακή επειδή είναι Εβραίοι, αλλά μάλλον γιατί εγκατέλειψαν τον Χριστιανισμο. Εξορίστηκαν στη Μάλτα με σειρά σκαφών, είκοσι τέσσερις άνθρωποι πέθαναν. Ο χριστιανικός κόσμος σημαίνει θάνατος για μας. Τα εδάφη σας είναι το μόνο μέρος... όπου αισθανόμαστε ασφαλείς. Φοβόμουν ότι θα τους στέλνατε πίσω. Φοβόμουν το θάνατο που τους περίμενε.» Σουλεϊμάν: «Πώς μπορεί ο Πάπας να τόλμησε να το κάνει αυτό; Μήπως θέλει να καταστρέψω το παλάτι του; Ήταν μεγάλο λάθος για σας να μην με ενημερώσετε για τις εξελίξεις. Ιδίως αφού ήμουν τόσο καλοπροαίρετος απέναντι σας.» Γκρατσία: «Συγχωρέστε με, Μεγαλειότατε μου, συγχωρέστε με. Υποτάσσομαι στην απόφασή σας. Εάν τους στείλετε πίσω, τότε θα πάω μαζί τους. Να ξέρετε ότι αν πάμε πίσω η μοίρα μας είναι σφραγισμένη, θάνατος θα μας περιμένει.»

Εν τω μεταξύ η Χιουρρέμ νοιώθει πόνο μέσα στη άμαξα. Αυτή κραυγάζει και ο Σουμπούλ σπεύδει.

Ο Σουλεϊμάν είναι με τον Ρουστέμ που ρωτάει αν είναι βέβαιος για την απόφαση που πήρε σχετικά με την Γκρατσία και ότι δεν είναι αποδεκτό αυτό που έκανε. Ο Σουλεϊμάν λέει ότι «ο δρόμος που ακλούθησε είναι εσφαλμένος, αλλά δεν πρόκειται να στείλουμε πίσω τους Εβραίους που έχουν έρθει. Επίσης, θα έρθουμε σε επαφή με τον Πάπα για τους Εβραίους που έχουν φυλακιστεί στη Βενετία. Εάν δεν ακούσει, τότε αυτό θα είναι η επιλογή του, αλλά οι Εβραίοι που ζουν στα εδάφη μου θα ζήσουν ελεύθερα και θα έχουν το δικαίωμα να ακολουθήσουν τη θρησκεία τους και να μιλούν τη γλώσσα τους, Ρουστέμ». Ρουστέμ: «Συγχωρέστε μου την αυθάδεια, Μεγαλειότατε μου, αλλά αυτό θα μπορούσε να έχει σοβαρές επιπτώσεις στο μέλλον. Οι επερχόμενοι Εβραίοι θα μπορούσαν να προκαλέσουν πρόβλημα.» Σουλεϊμάν: «Πώς είναι αυτά τα λουλούδια, Ρουστέμ;» Ρουστέμ: «Εξαιρετικά, πολύχρωμα και ένα σημάδι της Χάριτος του Αλλάχ.» Ο Σουλεϊμάν λέει στους αγάδες να κόψουν μερικά. Σουλεϊμάν: «Τώρα τι νομίζεις για αυτά;» Ρουστέμ: «Ο προηγούμενος τρόπος (με τα διαφορετικά λουλούδια) ήταν καλύτερος, Μεγαλειότατε» Σουλεϊμάν: «Ο Κύριός μου αγαπά την ποικιλία, Ρουστέμ. Διαφορετικά θα είχε δημιουργήσει μόνο ένα είδος λουλουδιού, ένα είδος πουλιού, ένα τύπος ανθρώπου... αλλά κοίταξε, είμαστε όλοι διαφορετικοί. Αυτό το τραπέζι ήταν όμορφο πριν, γιατί όλα τα διαφορετικά λουλούδια ήταν όλα μαζί. Στις εκτάσεις που κυβερνώ, οι άνθρωποι μπορούν να μιλούν τις γλώσσες που θέλουν ελεύθερα και οι Μουσουλμάνοι, Χριστιανοί και Εβραίοι μπορούν να ζήσουν μαζί ειρηνικά. Ακριβώς όπως αυτά τα λουλούδια. Το να υπάρχει αρμονία και συμφωνία είναι το καλύτερο είδος πλούτου.»

Εν τω μεταξύ η Χιουρρέμ αναπαύεται αφού έχουν στρατοπεδεύσει για τη νύχτα και δεν αισθάνεται καλά και ονειρεύεται τον εφιάλτη της και πάλι τον κόσμο που καταστρέφεται και αυτή πέφτει. Ξυπνάει και ζητά τον Σουμπούλ και αυτός μοιάζει να είναι έτοιμος να πει το μυστικό, αλλά ορμά έξω για να θρηνήσει μακριά από αυτήν. Εκείνη τον ακολουθεί: «Σουμπούλ, γιατί κλαις;»

Ο Σουλεϊμάν πηγαίνει ξανά στο δωμάτιο της Χιουρρέμ μαζί με ένα γράμμα στο χέρι του και πηγαίνει στο κρεβάτι της και αφήνει το γράμμα εκεί.

Εν τω μεταξύ, η Χιουρρέμ τρέχει και ακούμε έναν μονόλογο: “Σαν να ήταν χθες, ήμουν μικρό κορίτσι και είναι σαν ο σπόρος να μεγάλωσε σε μια μέρα. Το λουλούδι άνθισε και μαραίνεται. Ο ηλιος έγινε κρύος. Τα χρώματα ξεθώριασαν. Όλοι οι πόλεμοι τελείωσαν. Οι μάχες σταμάτησαν. Η λαχτάρα και οι επανασυνδέσεις τελείωσαν. Δεν υπάρχει πια φιλοδοξία. Ούτε τα λαμπρότερα στέμματα στον κόσμο. Ό, τι δεν μπορούσε να μοιραστεί, τα πράγματα που προκάλεσαν ζήλια και πόνο, σώπασαν. Όταν το όνομά του ακούστηκε, χάθηκε κάθε νόημα. Ο θάνατος έχει ανοίξει τις πόρτες του σκοτεινά μπροστά μου. Ο θάνατος καλεί το όνομά μου.”

Στην Κιουτάχεια, η Ντέφνε είναι στο δωμάτιό της, όταν ξαφνικά η πόρτα ανοίγει και μπαίνει ο Μπεγιαζίτ. Λέει: «Η απόφασή μου είναι ακόμα οριστική, θα εκτελεστείς μετά τον τοκετό του παιδιού μου.» Ντέφνε: «Δεν έχει απομείνει κανένα νόημα στη ζωή μου.» Μπεγιαζίτ: «Τουλάχιστον δεν θα πεθάνεις άσκοπα, η αδερφή σου είναι ασφαλής τώρα.» Η Άννα μπαίνει και αγκαλιάζει την αδελφή της. Ο Μπεγιαζίτ φεύγει.

Η Nουρμπανού είναι στο δωμάτιό της, όταν μπαίνει ο Σελίμ. Εκείνη προσπαθεί να τον αγκαλιάσει αλλά την σταματά: «Δεν είμαι έτοιμος να σε συγχωρήσω, Nουρμπανού. Έχω ενημερώσει τον Μεγαλειότατο μας μας ότι έχει έρθει η ώρα για τον πριγκηπα Μουράτ να πάει μακριά στο σαντζάκι του. Εκείνος το βρήκε αρμόζον και τον διόρισε διοικητή στο Αϊδινιο. Θα πάς μαζί του.» Nουρμπανού: «Πριγκηπα μου μην με στείλεις εκεί, θα με σκοτώσουν, δεν θα με αφήσουν να ζήσω.» Σελίμ: «Nουρμπανού, η μητέρα μου ήθελε το κεφάλι σου, σε έσωσα με αυτόν τον τρόπο. Μετά από όλα όσα συνέβησαν δεν θα είναι σωστό για σένα να μείνεις μαζί μου. Αυτό είναι το καλύτερο για όλους και για όλα.» Εκείνος της δίνει ένα γράμμα.

Έξω στην αίθουσα ο Λάλα έχει έρθει να δει τον Σελίμ και εκείνος ρωτάει αν τρέχει κάτι. Ο Λαλα απαντά ότι έχει κάτι σημαντικό να συζητήσει μαζί του. Σελίμ: «Μείνε εδώ Γκαζανφέρ. Εντάξει Λάλα, σας ακούω.» Λαλα: Πριγκηπα μου, είχατε ζητήσει να ξεχάσω το παρελθόν και να κόψω όλους τους δεσμούς μου με τον πριγκηπα Μπεγιαζίτ.» Σελίμ: «Ναι, η πρόταση εξακολουθεί να ισχύει, αν σταθείτε με το μέρος μου, θα λάβετε την ανταμοιβή σας σε αντάλλαγμα.» Λαλα: «Σκέφτηκα πολύ σκληρά, πριγκηπα μου, δεν είναι εύκολο να εγκαταλείψω τον Πριγκηπα Μπεγιαζίτ, αλλά δεν είναι αδύνατο.Τα τελευταία γεγονότα με έκαναν να το σκεφτώ πάλι. Από τώρα και στο εξής, τα μάτια μου θα βλέπουν για σας, τα αυτιά μου θα ακούν για σας. Εάν ο Θεός το επιτρέψει, θα κάνω ό, τι είναι στην εξουσία μου για να ανεβείτε στο θρόνο.» Σελίμ: «Πήρατε τη σωστή απόφαση Λάλα, αν ποτέ πάρω το θρόνο, θα είστε δίπλα μου.»

Η Χιουρρέμ είναι στη άμαξα με τον Σουμπούλ που δεν μπορεί να συγκρατήσει τη θλίψη του. Χιουρρέμ: «Τι κάνεις, Σουμπούλ, έλα στα συγκαλά σου. Δεν είμαι έτοιμη να εμπιστευτώ τα λόγια της γιατρού. Σίγουρα πρέπει να υπάρχει μια λύση... μπορείς να μετρήσεις πόσες φορές έχω σχεδόν πεθάνει; Είσαι μάρτυρας πόσες φορές έχω δηλητηριαστεί. Είμαι η Χιουρρέμ Σουλτάνα. Θα ξεπεράσω αυτή την αρρώστια.» Σουμπουλ: «Φυσικά, και θα το κανετε, Σουλτανα μου.»

Ο Σουλεϊμάν ντύνεται θαυμάζοντας τα γένια του, εν αναμονή της άφιξης της Χιουρρέμ. Ποίημα: “Το κερί άρχισε ξαφνικά να καίγεται από τη φλόγα της αγάπης. Ο καπνός υψώνεται πάνω από το κεφάλι μου, και αναστενάζει. Τα δάκρυα έπεφταν όλη την νύχτα ως το ξημέρωμα ...κλάμα. Το κερί ένοιωσε πραγματικά τον βαθύ μου πόνο. Καθώς καίει η φωτιά για την αγάπη, είναι η καρδιά που χαμογελά. Έτσι και το κερί γελά κάθε στιγμή ζώντας το δικό του πόνο. Φώτισε τα συντρίμμια της καρδιάς μου, Ω φεγγαροπρόσωπή μου !!! Σαν το κερί που βρίσκει πάντα τον εαυτό του μέσα στα συντρίμμια.... Ω εξαρτημένε (Mουχιμπι), μην αρνηθείς, μην πεις όχι, η γενειάδα σου θα καεί ! Θα καεί πάνω στο στήθος του Μουχίμπι, από την αφοσίωσή του προς τον Θεό. Είδαν τον Μουχιμπι να φλέγεται μέσα στην καρδιά μου, θρηνώντας. Είπαν πως είναι παράξενο, που ο άνεμος και το κερί έγιναν σύντροφοι (σε αυτό το μονοπάτι).”

Η Χιουρrέμ φτάνει. Πηγαίνει στο δωμάτιό της και βλέπει το γράμμα που περιέχει το παραπάνω ποίημα που έχει γράψει για εκείνη. Πηγαίνει στο μπαλκόνι της το διαβάζει και το κρατά στο στήθος της. Ο Σουλεϊμάν την κοιτά από πάνω. Καθώς την κοιτά φτάνει ο Σουμπούλ «Μίλα» Ο Σουμπούλ μένει σιωπηλός. «Μίλα, Σουμπούλ.» Σουμπούλ: «Μεγαλειότατε, η Χιουρρέμ Σουλτάνα δεν θέλει να το μάθει κανείς, αλλά δεν μπορώ να κουβαλώ άλλο αυτό το βάρος. Εσείς  που έχετε τη δύναμη και τη θεραπεία, βοηθηστε! Η Σουλτάνα μας έχει μια ανίατη ασθένεια.» Εκείνη κοιτά το πρόσωπό του, γεμάτο ανησυχία, αλλά εκείνη χαμογελάει και έτσι της χαμογελά και κείνος.

Friday, 11 April 2014

MUHTESEM YUZYIL ΠΕΡΙΛΗΨΗ 131 ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ

MUHTESEM YUZYIL ΠΕΡΙΛΗΨΗ 131 ΕΠΕΙΣΟΔΙΟΥ



1ο  ΜΕΡΟΣ

Η Χιουρρέμ ξυπνά, πηγαίνει στη βεράντα της και κοιτάζει κάτω να καίγεται και να καταστρέφεται το σύμπαν. Πέφτει κάτω....Φυσικά είναι μόνο ένα όνειρο και ξυπνά αναστατωμένη. Εκείνη πηγαίνει πραγματικά στη βεράντα και βλέπει ότι επικρατεί ηρεμία και ότι είναι όλα φυσιολογικά γύρω της και αισθάνεται κάπως ανακούφισμένη. Μετά φαίνεται σα να νοιώθει κάποιο πόνο στο σβέρκο της. Επιστρέφει στο δωμάτιό της και κοιτάζει τον ώμο της στον καθρέπτη.

Το πρωί ο Σουμπούλ είναι με τη Χιουρρέμ και της λέει ότι δεν θα έπρεπε να δώσουν σημασία σε ένα τόσο άσχημο όνειρο και αφού μετά τον θάνατο του Τζιχανγκίρ δεν έχει ήρεμο ύπνο, της ζητά να του πει για το όνειρο. Εκείνη του λέει ότι φοβάται ακόμα και να το αναφέρει, καθώς δεν ξέρει αν είναι εφιάλτης ή ένα σημάδι για πράγματα που έρχονται. Τότε εκείνη προσεύχεται στον Αλλάχ να προστατεύει τον Σουλεϊμάν και τα παιδιά της.

Εν τω μεταξύ, το σεντούκι που περιέχει το κεφάλι φθάνει. Ο Λάλα ρωτά τι συμβαίνει και ποιος έστειλε το σεντούκι. Ο Αγάς λέει ότι δεν ξέρουν τι περιέχει, αλλά ότι έρχεται για τον Πρίγκηπα Σελίμ. Ο Λάλα ζητά να δει μέσα στο σεντούκι και αηδιάζει.

Η Νουρμπανού είναι μαζί με τον Σελίμ και ρωτά αν έχει κανένα νέο. Ο Σελίμ λέει ότι δεν υπάρχει νέο, αλλά ότι έχει στείλει τους πιο έμπιστους άνδρες του στην Κιουτάχεια και ελπίζει να μην υπάρξει κάποιο πρόβλημα. Ένα χτύπημα στην πόρτα και ένας Αγάς φέρνει μέσα το σεντούκι και ο Αγάς λέει στον Σελίμ ότι είναι για κείνον. Νομίζουν ότι είναι ένα σεντούκι γεμάτο χρυσάφι. Νουρμπανού: «Τι μυρίζει έτσι;!» Όταν βλέπουν το κεφάλι, αηδιάζουν. Νουρμπανού: «Ποιανού κεφάλι είναι αυτό;» Σελίμ: «Του Αγά που έστειλα να πάρει το χρυσάφι.» Ο Σελίμ αρπάζει το γράμμα και εξοργισμένος το ξεδιπλώνει. Νουρμπανού: «Ποιος το έχει γράψει;» Σελίμ: «Ο Μπεγιαζίτ.» Νουρμπανού: «Τι γράφει;» Εκείνη διαβάζει το γράμμα του Μπεγιαζίτ: «Ένας αδερφός δεν θα το έκανε αυτό στον αδερφό του. Δεν θα έκανε πράγματα πίσω από την πλάτη του. Δεν θα έβαζε στο μάτι την περιουσία του. Δεν θα ντυνόταν κακοποιός και θα δημιουργούσε προβλήματα. Αν λέω εσένα αδερφό, τότε πώς θα πω τον Μουσταφά και τον Τζιχανγκίρ; Έχεις σπάσει τα αδελφικά δεσμά. Από δω και πέρα, δεν είσαι πια αδερφός μου. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος.»


Εν τω μεταξύ, ο Μπεγιαζίτ κάθεται και μιλά με τον Ατματζά: «Από τότε που είμαστε παιδιά, ο Σελίμ κι εγώ πάντα κονταροχτυπιόμαστε (δεν κάναμε μαζί), πάντα ανταλλάσαμε βαριές κουβέντες ο ένας στον άλλον, και πάντα ζηλεύαμε ο ένας τον άλλον. Αλλά ποτέ, ποτέ δεν ξεχνούσαμε ότι είμαστε αδέρφια.» Ατματζά: « Πρίγκηπά μου, ο Πρίγκηπας Σελίμ ήταν κι’αυτός πίσω από το ζήτημα του απατεώνα Μουσταφά. Δεν ήθελα να το πω αυτό, αλλά έριξε την αδελφική σας σχέση εδώ και πάρα πολύ καιρό.» Μπεγιαζίτ: «Αλλά υπήρχαν κι’αλλοι παράγοντες Ατματζά, ήταν ο Καρά Αχμέτ, ο οποίος του έδειξε το λάθος δρόμο. Είπα εκείνη τη στιγμή ότι ο αδερφός μου είχε παίξει και δεν θα το έκανε ξανά Αλλά αυτή τη φορά είναι διαφορετικά. Αυτή τη φορά έστησε ο ίδιος παγίδα σε μένα.» Ατματζά: « Και τι θα γίνει από δω και πέρα;» Μπεγιαζίτ: «Θα πρέπει να περιμένουμε, είναι στο χέρι του Σελίμ. Ελπίζω ο Σελίμ να πάρει ένα μάθημα από αυτό. Αλλιώς θα πρέπει να το πληρώσει με τον πιο βαρύ τρόπο. Η πραγματική μου έγνοια είναι πώς ο Σελίμ ήξερε για το χρυσό που μου έστελνε η Μιχριμά. Εμπιστεύομαι τους πάντες στο παλάτι. Αλλά στην Πρωτεύουσα, πάντα υπάρχει κάποιος που δεν μπορεί να ελέγξει τις γλώσσες τους.»


Τότε η μικρή κόρη του Μπεγιαζίτ φθάνει και εκείνος τη χαιρετά. Φθάνει η Ντεφνέ: «Πρίγκηπά μου, ήθελε να σας δει και δε μπορούσα να την εμποδίσω.»


Η Νουρμπανού λέει: «Με πρώτη ευκαιρία θα κάνει επίθεση.» Σελίμ: «Εσύ είσαι η αιτία για όλο αυτό. Αν δεν είχες στείλει την παλλακίδα στην Κιουτάχεια, σήμερα τίποτα από όλα αυτά δεν θα είχε συμβεί. Δηλητηρίασες το μυαλό μου. Αναζωπύρωσες τη φωτιά των φόβων μου.» Νουρμπανού: «Θα έπρεπε να φοβάσαι για να πάρεις προφυλάξεις, τι περίμενες; Ότι ο Μπεγιαζίτ θα σου παραδώσει το θρόνο με τα ίδια του τα χέρια; Εδώ υπάρχει πόλεμος, Πρίγκηπά μου, και οι νόμοι είναι σαφείς. Μόνο ο ένας από τους δυο θα μείνει ζωντανός. Όταν ο Καίσαρας προχωρούσε στη Ρώμη, είπε “ο κύβος ερρίφθη”. Το ίδιο και σε μας. Τη μία μέρα εκτελείται ο Καρά Αχμέτ, την άλλη μέρα ο φρουρός σου. Πρίν έρθει η ώρα σου πρέπει να δράσουμε. Βάλε ένα τέλος στους φόβους σου. Η παλλακίδα στην Κιουτάχεια περιμένει τις οδηγίες μας, με μία λέξη, ο Μπεγιαζίτ θα τελειώσει και η δική σου εποχή θα αρχίσει. Μόνο με μία σου λέξη.» Σελίμ: «Τι σημαίνει αυτό;» Νουρμπανού: «Κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τον Μπεγιαζίτ από δω και πέρα. Θα κάνει τα πάντα για να πάρει τη ζωή σου. Με μία σου λέξη μόνο, μπορούμε να κερδίσουμε τον πόλεμο πριν καν αρχισει. Πριν ο Μπεγιαζίτ πάρει τη ζωή σου, πάρε τη δική του.» Σελίμ: «Νουρμπανού! Έχασες το μυαλό σου! Πώς τολμάς να μου προτείνεις κάτι τέτοιο; Βγες έξω! Πήγαινε στο δωμάτιό σου! ΒΓΕΣ ΕΞΩ!!!


Ο Σουμπούλ περπατά με τη Χιουρρέμ και της λέει ότι θα πρέπει να νοιώθει λίγο καλύτερα τώρα που η Μιχριμά είναι λίγο καλύτερα όπως φαίνεται. Παρατηρούν την μάντισσα κάτω και η Χιουρρέμ ρωτά τι δουλειά έχει αυτή εδώ και ο Σουμπούλ απαντά ότι δεν έχει ιδέα.


Η Νουρμπανού μπαίνει στο δωμάτιό της και η Τζανφεντά ρωτά τι ήταν στο σεντούκι και ότι όλοι στο παλάτι είναι σε μία αναταραχή λέγοντας ότι υπήρχε μέσα ένα κεφάλι.


Η Τζανφεντά ρωτά τι σημαίνει αυτό και η Νουρμπανού απαντά ότι ο Μπεγιαζίτ το έστειλε και σημαίνει ότι με πρώτη ευκαιρία ο Μπεγιαζίτ θα πάρει τη ζωή του Σελίμ και ότι εκείνη προσπάθησε να του μιλήσει, αλλά ο Σελίμ δε θέλει να ακούσει γι’αυτό. Η Τζανφεντά λέει ότι πρέπει να βρουν ένα τρόπο να του ανοίξουν τα μάτια. Η Νουρμπανού λέει ότι έχει δίκιο και ότι από τη στιγμή που τα μάτια του δε βλέπουν την αλήθεια, εκείνη πρέπει να του τα ανοίξει.


Η Χιουρρέμ ρωτά τη μάντισσα, η οποία είναι τώρα μέσα στο δωμάτιό της Χιουρρέμ, τι θέλει.

Μάντισσα: «Με καλέσατε, Σουλτάνα μου. Με καλέσατε για να βρω το νόημα του εφιάλτη σας. Μην ξεχνάτε ότι τα όνειρα είναι ένας καθρέφτης, μερικές φορές σου δείχνουν τι είναι μέσα και μερικές φορές σου δείχνουν το μέλλον.» Χιουρρέμ: «Πώς τα ξέρεις όλα αυτά;» Μάντισσα: «Αισθάνομαι ό,τιδήποτε βρίσκεται στις ψυχές, Σουλτάνα μου, τώρα πείτε μου τι ακριβώς είδατε.» Χιουρρέμ: «Άκουσα ένα ενοχλητικό θόρυβο αρχικά. Βγήκα στη βεράντα και κοίταξα. Η Κωνσταντινούπολη, το παλάτι, ο κόσμος όλος, καιγόταν και καταστρεφόταν. Υπήρχαν μαύρα σύννεφα στον ουρανό. Θα συμβεί κάτι στους Πρίγκηπές μου ή στον Μεγαλειότατό μας; Αυτό σημαίνει;» Μάντισσα: «Ημέρα της Κρίσης, Σουλτάνα μου....» Χιουρρέμ: «Μόνο ο Θεός ξέρει γι’αυτό και πότε θα συμβεί.» Μάντισσα: «Ο θάνατος του καθενός είναι η δική του μέρα της Κρίσης. Αν κάτι συμβεί σε σας, η μέρα της κρίσης θα έρθει και ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν Χαν θα θαφτεί στο σκοτάδι και τότε οι ασπίδες των Πριγκήπων σας θα βγουν. Εσείς κυβερνάτε τον κόσμο, αν καταρεύσετε, όλος ο κόσμος θα καταρεύσει.» Ο Σουμπούλ ρωτά τη γυναίκα αν έχει έρθει για να αναστατώσει τη Χιουρρέμ Σουλτάνα και λέει στους Αγάδες να τη διώξουν και να μην την αφήσουν ξανά να μπει στο παλάτι. Η Χιουρρέμ είναι ανήσυχη από αυτά τα λόγια.

Ο Ρουστέμ λέει στη Μιχριμά ότι ο Πέδρο έχει ετοιμάσει την αλοιφή, ότι δεν πιστεύει ότι θα είναι αποτελεσματική, αλλά ότι μοιάζει περισσότερο για ταχυδακτυλουργός παρά για γιατρός. Η Μιχριμά λέει ότι «λες και οι γυναίκες γιατροί  μπόρεσαν να βρουν θεραπεία και δεν της άρεσε!» «Δεν με νοιάζει ποιος είναι, ο Πέδρο ή κάποιος άλλος, αφού το φάρμακο είναι αποτελεσματικό....Φωνάξτε τον.» (λέει στις παλλακίδες) Ο Ρουστέμ τον καλέι ο ίδιος. Ο Πέδρο φθάνει με δεμένα μάτια και η Μιχριμά ρωτά γιατί είναι σ’αυτή την κατάσταση και ο Πέδρο εξηγεί ότι ο Ρουστέμ Πασάς έδωσε διαταγή γι’αυτό και ο Ρουστέμ λέει: «Είναι καλύτερα έτσι.» Τότε λέει στη γυναίκα να ετοιμάσει την αλοιφή καθώς ο Πέδρο γονατίζει. Ο Ρουστέμ τον σταματά και ο Πέδρο ρωτά πώς αλλιώς να το κάνει αν δεν χρησιμοποιήσει τα χέρια του. Αλλά ο Ρουστέμ του λέει ότι πρέπει να βρει άλλο τρόπο. Έτσι ο Πέδρο βρίσκει ένα πινέλο! Και όταν το χέρι του αρχίζει να κινείται προς τα κάτω επειδή δεν μπορεί να πάρει τα μάτια του από το πρόσωπό της, ο Ρουστέμ του λέει να προχωρήσει προς τα πάνω.

Ο Ρουστέμ ρωτά ιδιαιτέρως τον Πέδρο αν είναι σίγουρος ότι οι πληγές δεν είναι σημάδια κάποιας άλλης αρρώστειας. Ο Πέδρο απαντά ότι η αρρώστεια της Μιχριμά έχει ραγδαία εξάπλωση λόγω της λανθασμένης διάγνωσης των άλλων γιατρών και εξ αιτίας αυτού χάθηκε πολύτιμος χρόνος, και ότι με τη δική του αλοιφή εκείνη θα ανακάμψει. Ο Ρουστέμ λέει ότι οι γιατροί που αναφέρεται ο Πέδρο έχουν εμπειρία τόσων χρόνων όσο η ηλικία του Πέδρο. Ο Πέδρο λέει ότι την εμπειρία δεν την κάνουν τα χρόνια και ότι μπορεί να την αποκτήσει κανείς με το διάβασμα και με τα πειράματα, αλλιώς ακόμα και τα γαϊδρούρια που σέρνουν το μύλο θα είναι πιο έμπειρα από τους γιατρούς. Ο Ρουστέμ απαντά ότι ο Πέδρο θα πρέπει να προσεύχεται η αλοιφή του να είναι αποτελεσματική αλλιώς θα τον ρίξουν στα μπουντρούμια με την κατηγορία του τσαρλατάνου. Τότε, η Χιουρρέμ φθάνει και ρωτά πώς είναι η Μιχριμά και ο Ρουστέμ λέει ότι το φάρμακο έχει χορηγηθεί και θα περιμένουν να δουν το αποτέλεσμα. Η Χιουρρέμ λέει ότι ελπίζει να ανακάμψει σύντομα. Ο Πέδρο λέει ότι θα κάνει τα πάντα και να μην ανησυχεί.


Η Χιουρρέμ ρωτά τον Ρουστέμ αν υπάρχουν νέα από τον Σουλεϊμάν. Ο Ρουστέμ απαντά ότι ξεκουράζεται στην Αδριανούπολη. Αλλά από ό,τι έχει ακούσει, έχει καλέσει μία Εβραία εκεί. Η Χιουρρέμ ρωτά ποια είναι αυτή η γυναίκα και γιατί θα έρθει. Ο Ρουστέμ απαντά ότι είναι η Γκρατσία Μεντεζ και ότι είναι μία έμπορος που κρατιόταν όμηρος στην Βενετία: «Είναι δυνατή γυναίκα, πιστή φίλη βασιλέων και την οποία κάλεσε ο Μεγαλειότατός μας."

Εν τω μεταξύ, η υπηρέτρια της Γκρατσία ονόματι Σάρα λέει: «Δεν σας έχω δει ξανά έτσι, Σινιόρα, ούτε οι βασιλείς σας έχουν αναστατώσει έτσι.» Γκρατσία: «Ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν δεν είναι βασιλιάς, Σάρα. Είναι ο Βασιλιάς των Βασιλέων!»

Η Χιουρρέμ επισκέπτεται τη Μιχριμά και τη ρωτά πώς είναι. Η Μιχριμά λέει ότι ελπίζει η αλοιφή του Πέδρο να ενεργήσει και τότε εκείνη ρωτά πώς είναι η μητέρα της: «Μετά το τελευταίο συμβάν, γιατί βγήκατε από το παλάτι, θα ερχόμουν εγώ σε σας.» Χιουρρέμ: «Μη φοβάσαι, κόρη μου, το άτομο που το κανόνισε αυτό ήταν η Φατμά Σουλτάνα και αυτή έχει φύγει. Μετά από αυτό, κανείς δεν μπορεί να μου κάνει τίποτα. Όλες μου οι ανησυχίες είναι για όλους εσάς.»

Στην Αδριανούπολη, ο Σοκολλού ενημερώνει τον Σουλεϊμάν ότι η Γκρατσία έχει φτάσει και περιμένει να του παρουσιαστεί. Ο Σουλεϊμάν γνέφει να του παρουσιαστεί. Εκείνη μπαίνει και λέει: «Αξιότιμε Σουλτάνε Σουλεϊμάν,» και σκύβει και φιλά το καφτάνι του, «δεν ξέρετε πόσο ευτυχισμένη είμαι που κατάφερα να σας συναντήσω.» Εκείνος διορθώνει μία λέξη που εκείνη είπε λάθος. «Έχω βρεθεί στο ίδιο τραπέζι με βασιλείς από όλη την Ευρώπη. Αλλά ποτέ δεν ήμουν τόσο αγχωμένη στη ζωή μου. Συγχωρήστε με, Αυτοκράτορα των Αυτοκρατόρων.» Σουλεϊμάν: «Πώς ήταν το ταξίδι σας; Πάντα τα θαλάσσια ταξίδια είναι κουραστικά.» Γκρατσία: «Χάρη σε σας, όλες μου οι δυσκολίες έχουν πετάξει μακριά. Με μία και μόνο δική σας λέξη με γλιτώσατε από τα μπουντρούμια. Με σώσατε. Σας είμαι υποχρεωμένη.» Σουλεϊμάν: «Δεν αισθανόμουν ακριβώς ότι έχουν μία τόσο πολύτιμη έμπορο σας κι εσάς στη φυλακή.»

Η Χιουρρέμ κοιτάζει τα ρούχα της και ρωτά τον Σουμπούλ πού είναι το μπλε και το κόκκινο φόρεμά της. Ο Σουμπούλ λέει ότι δεν ξέρει, καθώς χρόνια τώρα εκείνη δε φορά τίποτ’ άλλο εκτός από σκούρα φορέματα. Ο Σουμπούλ τη ρωτά γιατί κάνει όλη αυτή την προετοιμασία. Η Χιουρρέμ λέει ότι η Μιχριμά καλυτερεύει και ο Σελίμ και ο Μπεγιαζίτ ευτυχώς είναι επίσης καλά και ότι ο Σουμπούλ θα πρέπει να γράψει στον Λοκμάν και στην Φαριγέ, να στέλνουν γράμματα κάθε βδομάδα και λέει στον Σουμπούλ να ετοιμαστεί γιατί θα πάνε στην Αδριανούπολη: «Πρέπει να πάω κοντά στον Μεγαλειότατό μας. Κανένας δεν θα μπει ανάμεσά μας. Ποτέ δεν μπήκε. Η αγάπη μας έχει περάσει από εξετάσεις πολλές φορές. Κάθε φορά νικάμε και το ίδιο θα γίνει και αυτή τη φορά.» Ο Σουμπούλ λέει: «Ευτυχώς, θυμάστε πόσο γρήγορα ήρθε εκείνη την ημέρα (όταν της επιτέθηκαν) και σας έσωσε; Μα τω Θεώ, εκείνος είχε φοβηθεί τόσο ότι θα σας έχανε. Το είδα στα μάτια του

Στην Αδριανούπολη, η Γκρατσία λέει στον Σουλεϊμάν: «Είναι πολύ δύσκολο να σας προσφέρω ένα δώρο. Όλα τα είδη των κοσμημάτων, ακόμα και τα ασημένια ποτάμια του νέου κόσμου θα είναι τόσο βαρετά όσο μία ελιά δίπλα σε όλο σας τον πλούτο, Μεγαλειότατέ μου.» Του προσφέρει ένα βιβλίο. Είναι η “Θεία Κωμωδία”. Ο Σουλεϊμάν λέει: «Το έχω διαβάσει χρόνια πριν, αλλά έχω να το αγγίξω εδώ και πάρα πολύ καιρό. Το βιβλίο ήρθε και με βρήκε, επειδή σαφώς θα έπρεπε να το διαβάσω ξανά από την αρχή. Σινιόρα, άκουσα ότι έχετε δύο ονόματα. Το ένα Βεατρίκη και το άλλο Γκρατσία....πώς μπορώ να σας φωνάζω;» Γκρατσία: «Έπρεπε για χρόνια να κρατάω κρυφά τα θρησκευτικά μου πιστεύω, και το όνομα που συνήθιζα να χρησιμοποιώ είναι Βεατρίκη. Με πληγώνει. Αν με φωνάζετε Γκρατσία θα ήμουν πολύ χαρούμενη.» Σουλεϊμάν: «Όλοι είναι ελεύθεροι στη χώρα μου να πιστεύουν αυτό που θέλουν, Γκρατσία Μέντεζ, να μην έχετε καμία αμφιβολία πάνω σ’αυτό.» Γκρατσία: «Ελπίζω να μπορώ να επωφελούμαι πάντα από αυτούς τους κανόνες (στη χώρα σας).»

Η Χιουρρέμ ντύνεται με το κόκκινο φόρεμά της και ο Σουμπούλ της λέει ότι τα ρούχα της δείχνουν τόσο ωραία πάνω της και την επαινεί, αλλά τότε εκείνη ταράσσεται από ένα πόνο στον ώμο της. Ο Σουμπούλ τη ρωτά τι συμβαίνει και εκείνη λέει ότι δεν είναι σημαντικό, ότι ένα έλκος εμφανίστηκε μάλλον από τη στενοχώρια. Εκείνος λέει ότι μπορεί να καλέσει γιατρό αμέσως. Αλλά η Χιουρρέμ λέει όχι, θέλει να φύγει αμέσως και να πάει κοντά στον Σουλτάνο.

Στη Μάνισα, η Φαριγέ μιλά με τον Λάλα σχετικά με το σεντούκι με το κεφάλι μέσα σ’αυτό. Εκείνη λέει: «Είναι φανερό ότι ο Πρίγκηπας Σελίμ είναι κάπως υπεύθυνος γι’ αυτό, αλλιώς θα το είχε ήδη κάνει μεγάλο θέμα. Δεν βγαίνει από το δωμάτιό του. Η Νουρμπανού τριγυρίζει συνέχεια κρυφά και σιωπηλά κάνει πράγματα. Η κατάσταση βράζει, Λάλα.» Λάλα: «Είμαι ενήμερος για τα πάντα. Τα κακά γεγονότα είναι στον ορίζοντα και θα ήταν κανείς τυφλός για να μην τα δει.» Φαριγέ: «Τι πρέπει να κάνουμε, πείτε κάτι.» Λάλα: «Ό,τι και να κάνουμε θα είναι άστοχο. Μόνο η Χιουρρέμ Σουλτάνα μπορεί να μπει ανάμεσα στους δύο Πρίγκηπες και να τους σταματήσει. Μόνο εκείνη μπορεί να τους σταματήσει.»

Μετά βλέπουμε τον Λάλα να γράφει ένα γράμμα: «Αξιότιμη Χιουρρέμ Σουλτάνα, δυστυχώς δεν σας στέλνω καλά νέα. Μπορεί να μη γνωρίζω λεπτομέρειες της κατάστασης, αλλά γνωρίζω ότι είναι σοβαρή. Τόσο πολύ, ώστε να έρθει εδώ το κεφάλι του φρουρού του Πρίγκηπα Σελίμ. Η διαμάχη των Πριγκήπων μας έχει πάρει ένα δρόμο χωρίς επιστροφή. Είναι φανερό ότι δεν μπορώ να χειριστώ αυτό το πρόβλημα μόνος μου.» Το φλασμπακ τελειώνει και η Φαριγέ λέει: «Κάνατε πολύ καλά, αξιότιμε Λάλα.» Λάλα: «Αν η Χιουρρέμ Σουλτάνα δεν μεσολαβήσει, αυτό το ζήτημα θα οδηγήσει σε μεγάλα λάθη. Θεού θέλοντος, σήμερα αύριο θα λάβει αυτό το γράμμα και θα το κανονίσει πριν φτάσει στο σημείο να χυθεί αίμα."

Ο Γκαζανφέρ είναι μαζί με τη Νουρμπανού: «Η σκέψη μου είναι πάντα μαζί σας, Σουλτάνα μου. Όταν σκέφτομαι όλα αυτά που συμβαίνουν, χάνω την ηρεμία μου.» Νουρμπανού: «Του είχα δώσει μία ιδέα. Ο Μπεγιαζίτ είναι πιο δυνατός από τον Πρίγκηπά μου. Ήθελα να του δημεύσει το χρυσό έτσι ώστε ο Μπεγιαζίτ να βρεθεί σε δύσκολη κατάσταση. Αλλά οι άνεμοι δεν φύσηξαν προς όφελός μας. Πληγώσαμε το κοιμισμένο λιοντάρι, από δω και πέρα με πρώτη ευκαιρία θα θελήσει να πάρει τη ζωή του Πρίγκηπά μας. Φοβάμαι, Γκαζανφέρ. Αυτό το κεφάλι που έστειλε έρχεται στα όνειρά μου. Βλέπω το πρόσωπο του Σελίμ. Τον  Μουράτ και τις κόρες μου και το μέλλον τους. Αλλάχ, σε παρακαλώ, σώσε μας.» Γκαζανφέρ: «Από δω και πέρα, θα είμαι πάντα κοντά σας.» Νουρμπανού: «Αν δεν ήσουν κοντά μου, δεν θα μπορούσα να το χειριστώ έτσι κι’αλλιώς. Ένας δύσκολος πόλεμος ανοίγεται μπροστά μας. Ο Πρίγκηπάς μας πρέπει να γνωρίζει τον κίνδυνο που τον περιμένει. Θα του υπενθυμίζουμε ότι η ζωή του κινδυνεύει.» Γκαζανφέρ: «Τι έχετε στο μυαλό σας, Σουλτάνα μου;» Νουρμπανού: «Θα μου βρεις ένα δηλητήριο.»

Ο Μπεγιαζίτ, εν τω μεταξύ, είναι στο χαμάμ με τη Ντεφνέ λέγοντά της ότι την αγαπά πραγματικά πολύ. Η Ντεφνέ απαντά ότι είναι τιμή της και ότι είναι επιτυχία γι’αυτή να αξίζει την αγάπη του. Την βάζει να καθίσει και λέει ότι έχει ζήσει πολύ δύσκολες μέρες και η θλίψη για τον Μουσταφά και τον Τζιχανγκίρ τον ακολουθούσαν σαν σκιά. Κι εκεί που πήγαινε να το ξεπεράσει, η μητέρα των παιδιών του πέθανε. Λέει: «Τότε ήρθες εσύ στο δρόμο μου και με έκανες να χαμογελώ. Νόμιζα πως ποτέ δεν θα ξανανθίσει λουλούδι. Η μητέρα μου έκανε πολύ καλά που σε έστειλε.» Ντεφνέ: «Είναι μεγάλη ευτυχία για μένα, το να γιατρέψω τις πληγές σας.»

Η Μιχριμά είναι με τον Ρουστέμ λέγοντάς του ότι τα εξανθήματα της φαίνονται καλύτερα …έτσι δεν είναι; Ο Ρουστέμ λέει:«Ευτυχώς θεραπεύονται και ο επικεφαλής γιατρός είπε ότι θα περάσουν και ότι ήταν από τις καιρικές συνθήκες.» Μιχριμά: «Ποιες καιρικές  συνθήκες; Η αλοιφή του κυρίου Πέδρο έφερε αποτελέσματα και το ξέρεις πολύ καλά.» Ρουστέμ: «Οπότε στην περίπτωση αυτή δεν χρειάζεται να ξαναέρθει.» Μιχριμά: «Δεν μπορούμε να αφήσουμε τη θεραπεία στη μέση. Ο κύριος Πέδρο θα έρθει, μέχρι να αναρρώσω πλήρως.» Ρουστέμ: «Δεν θα το επιτρέψω, Μιχριμά. Οι πληγές σου επουλώνονται, τι άλλο θέλεις;»

Η Χιουρρέμ είναι στην άμαξα της με τον Σουμπούλ, αναπολώντας την Αδριανούπολη, την οποία αποκαλεί το παλάτι της εξορίας της. Ο Σουμπούλ λέει ότι έχει εξοριστεί τόσες πολλές φορές, αλλά πάντα επέστρεφε ισχυρότερη, που ακόμα κι ίδιος ξεχνάει πόσες φορές συνέβη. Χιουρρέμ: «Ξέρεις για τον Zümrüdü Anka, Σουμπούλ; Εμείς το ονομάζουμε Φοίνικα στα μέρη από όπου κατάγομαι.» Σουμπούλ: «Μιλάτε για τον Σιμουργκ... Φυσικά ξέρω, τα μάτια του είναι τόσο φωτεινά όπως τα αστέρια, το χρώμα του είναι το χρώμα του χρυσού και των σμαραγδιών... Είστε Σιμουργκ, Σουλτάνα μου... Συνεχώς καίγεστε και αναγεννιέστε από τις στάχτες σας.» Χιουρρέμ: «Κάθε φορά πέθαινα , και ξαναγεννιόμουν ισχυρότερη και πιο φωτεινή... Ίσως το όνειρό μου αναφερόταν σε αυτό... Θα πρέπει να δημιουργήσω μια νέα ζωή για τον εαυτό μου και να ξανακερδίσω την καρδιά του Σουλτάνου Σουλεϊμάν.»

Ο Μπεγιαζίτ ρωτά τον Άτματζα ποια είναι η κατάσταση με το συσσίτιο. Άτματζα: «Όλα πάνε καλά, οι άνθρωποι προσεύχονται για σας ...» Δύο έμποροι μαλώνουν σχετικά με το πόσο χώρο χρειάζεται ο καθένας για την παρουσίαση των προϊόντων τους. Ο Μπεγιαζίτ λέει στον πιο γεροντότερο να αφήσει τον άλλον. Ο γεροντότερος λέει ότι ο νέος πουλά βότανα στην τύχη και ίσως να είναι μάγος. Ο νεότερος ορκίζεται ότι τα βότανα έχουν θεραπευτικές ιδιότητες και ότι έχει θεραπείες από τον γιατρό Λοκμαν και από την Άπω Ανατολή, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας. Ο νεότερος λέει ότι αν ο παλαιότερος είχε πάρει βότανο από αυτόν για την τόνωση της μνήμης, τότε δεν θα είχαν προβλήματα. Ο Μπεγιαζίτ λέει ότι αν ο νεότερος έμπορος δεν ενοχλεί κανέναν, τότε ο γεροντότερος δεν έχει το δικαίωμα να εμποδίσει τα κέρδη κανενός. Ο γεροντότερος έμπορος τους βρίζει και ο Άτματζα τον πληροφορεί ότι στέκεται μπροστά του ο Πρίγκηπας Μπεγιαζίτ και ο Μπεγιαζίτ λέει ότι και οι δύο θα πουλάνε σε αυτή τη θέση. Ο νεότερος τους ευχαριστεί και προσφέρει στον Άτματζα ένα ελιξίριο που υπόσχεται να του δώσει τη δύναμη 10 βοδιών. Ο Άτματζα λέει ότι δεν χρειάζεται κάτι τέτοιο. Ο νεότερος του λέει πως αν χρειαστεί ποτέ κάτι, να έρθει ψάχνοντας γι 'αυτόν στην ταβέρνα Αϊναλί.
Στην επόμενη σκηνή, η Χιουρρέμ ρωτά πώς είναι ο Μεγαλειότατος και ο Σοκολλού λέει ότι η Αδριανούπολη του κάνει καλό και ότι ο ίδιος είναι βέβαιος ότι θα είναι καλύτερα μόλις την δει. H Χιουρρέμ ρωτά για την Γκρατσια και αν αυτή είναι ακόμα εκεί. Στη συνέχεια βλέπουμε την Γκρατσια να εξηγεί στον Σουλεϊμάν ότι τα ανάκτορα του βασιλιά Φερδινάνδου είναι παντού γεμάτα με λουλούδια και μέσα στο παλάτι και ρώτησε έναν από τους υπηρέτες γιατί, και της είπε ότι δεν έχουν τουαλέτες στο παλάτι και για να αποφεύγουν να εξαπλωθεί η μυρωδιά, έπρεπε να βάλουν τα λουλούδια παντού και όταν αξιωματούχοι έρχονται στο παλάτι, πρέπει να κλείνουν τη μύτη τους. Τότε φτάνει η Χιουρρέμ, ο Σουλεϊμάν την καλωσορίζει και η Γκρατσια της συστήνεται και λέει ότι είναι πολύ χαρούμενη που γνωρίζει την εξαιρετική γυναίκα, για την οποία μιλά όλη η Ευρώπη. Σουλεϊμάν: «Γιατί ήρθες χωρίς να με ενημερώσεις, μήπως συνέβη κάτι στην Μιχριμά; ...» Χιουρρέμ: «Ευτυχώς πάει καλύτερα.. ο γιατρός του Μεχμέτ Πασά άρχισε να την θεραπεύει.» Σουλεϊμάν:«Εξαιρετικά.» Χιουρέμ: «Αναρωτιόμουν για την υγεία σας και πως περνάτε, αλλά βλέπω ότι είστε καλά ... Με την άδειά σας, θα ήθελα να ξεκουραστώ, όπως γνωρίζετε, ήρθα από ένα μακρύ ταξίδι.» Στη συνέχεια, φεύγει και γυρνά και κοιτάζει τον Σουλεϊμάν.

Στη συνέχεια βλέπουμε τη Nουρμπανού να ζητά συγχώρεση από τον Σελίμ, ότι η ίδια ανησυχεί για το μέλλον το δικό του και των παιδιών τους, και ότι αμφιβάλλει για όλους, και φοβάται τα πάντα. Λέει ότι τον τελευταίο καιρό πίνει πολύ και ο Σελίμ λέει: «Αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μπορώ να αποστασιοποιηθώ από τη μυρωδιά του θανάτου …» Η Nουρμπανού σταματά τον Σελίμ πριν δοκιμάσει το ποτό του και λέει ότι η παλλακίδα πρέπει να πιει πρώτα, γιατί φαίνεται ύποπτη. Σελίμ: «Τι είναι αυτά που λες;» Nουρμπανού: «Πιες από αυτό!» Πίνει μια γουλιά και στη συνέχεια της λένε να φύγει, αλλά πέφτει στο έδαφος, νεκρή. Βλέπουμε την Nουρμπανού σε φλασμπακ να ρίχνει δηλητήριο μέσα στο ποτό και να λέει: «Ελπίζω ότι αυτό θα δουλέψει και ελπίζω να καταλάβει τη βαρύτητα της κατάστασης.» Γκαζανφέρ: «Σουλτάνα μου, τι θα συμβεί στην παλλακίδα;» Nουρμπανού: "Πρέπει να το κάνω αυτό ... Αν δεν πάρω μια ζωή, τότε θα χαθούν οι δικές μας ζωές!» Πίσω στην Nουρμπανού και τον Σελίμ. Η Nουρμπανού λέει: «Ω Θεέ μου ! Τι θα είχε γίνει αν είχες πιει; Ο πριγκηπας Μπεγιαζίτ είναι πίσω από αυτό! Θέλει να σε σκοτώσει!!» Σελίμ: «Φτάνει! Μην μιλάς!»
 
2ο ΜΕΡΟΣ
Ο Σουλεϊμάν είναι στο δωμάτιό του διαβάζοντας το Κοράνι, ενώ το δείπνο του είναι έτοιμο στο τραπέζι. Ο Φερχάτ ρωτα τον Σουλτάνο αν θα ήθελε να καλεσουν και την Χιουρρεμ. Ο Σουλεϊμάν απαντά: «Όχι τώρα.» Φερχάτ: «Μεγαλειότατε μου, θα είναι καλό για σας, θα σας κάνει καλό, όμως αρνείστε να την δεχτείτε.»

Στο δικό της δωμάτιο, η Χιουρρεμ κάθεται μόνη, όταν φτάνει ο Σουμπουλ, ενημερώνοντας την ότι η Σινιόρα Μεντεζ επιθυμεί να την συναντήσει. H Χιουρρεμ επιτρέπει και η Σινιόρα μπαίνει. Χιουρρεμ: «Ελάτε Σινιόρα». Γκρατσια: «Σουλτανα μου, μου έχετε χαρίσει τον κοσμο, με την αποδοχή να σας παρουσιαστώ.» Χιουρρεμ: «Έχω ακούσει ότι ο Μεγαλειότατος μας συμμετείχε στην απελευθέρωση σας.» Γκρατσια: «Ο Σουλτάνος Σουλεϊμάν με έχει βοηθήσει πολύ. Τα καλά πράγματα που λένε γι 'αυτόν δεν είναι αρκετά, κανένας από τους Βασιλιάδες που ξέρω δεν μπορεί να συγκριθεί με αυτόν, στην πραγματικότητα, το να είμαι μπροστά σας μου δίνει τόσο πολύ ενθουσιασμό, όπως όταν βρίσκομαι μπροστά του.» Χιουρρεμ: «Αλήθεια;» Γκρατσια: «Για χρόνια στα ματια του κόσμου, είστε το προσωπο πίσω από τον Σουλτάνο Σουλεϊμάν. Ξέρετε τι λένε, οι άνδρες κυβερνούν τον κόσμο, αλλά οι γυναίκες κυβερνούν τους άνδρες.» Χιουρρεμ: «Είχα ακούσει ότι ειστε πολυ έμπειρη στον τομέα σας, του εμπορίου, αλλά δεν γνώριζα ότι είστε τοσο πνευματώδης, Σινιόρα Μεντεζ,»

Ο Σελίμ εχει ξεμείνει από ποτό και ζητά από τους Αγάδες. Στη συνέχεια, θυμαται την επιστολή του Μπεγιαζίτ, στην οποία λέει: «Έχεις σπάσει τους δεσμούς της αδελφικής σχέσης Σελίμ, από τώρα και στο εξής δεν είσαι πλέον αδελφός μου. Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, οδόντα αντί οδόντος.» Η Νουρμπανου εισέρχεται και δοκιμάζει το ποτό. Μετα κάθεται δίπλα του και λέει στον Αγά να φυγει. Ο Σελιμ λέει ότι θα ζει ετσι από τώρα και στο εξής, περιμένοντας το θάνατο από κάθε γωνιά. Η Νουρμπανου απαντά ότι φοβάται πολύ μηπως χάσει τον ίδιο και τα παιδιά της. Ο Σελιμ λέει ότι θα προστατεψει αυτην και τα παιδιά του. Η Νουρμπανου λέει ότι αν δεν είχε παρατηρήσει την υπηρετρια τότε θα ήταν νεκρός από το δηλητήριο. Στη συνέχεια, όπως λέει, «θα δούμε τι θα προσπαθήσει να κανει ο Μπεγιαζίτ. -Εξακολουθεί να μυρίζει τη βρώμα της κεφαλής ( από το παράθυρο )- Άνοιξε τα μάτια σου Σελίμ, όπως είναι γραμμένο στην επιστολή -. Εσείς οι δύο δεν είστε πλέον αδέλφια. Αυτός ο κόσμος είναι πάρα πολύ μικρός για τους δυο σας. Εάν θέλεις να κερδίσεις και να παραμείνεις ζωντανος, πρέπει να δράσουμε.» Σελιμ: «Δεν θα ζήσω με αυτό το φόβο ... με το φόβο του θανάτου. Θα στείλω μηνυμα στην Κιουτάχεια. Αυτή η υπηρετρια εκανε ό, τι χρειαζόταν να γίνει για την σχεση μου με τον Μπεγιαζίτ». Nουρμπανου: «Θα κάνουμε το σωστό Σελίμ, δεν μας έχουν αφήσει κανένα άλλο περιθώριο.»
Η Ντεφνε μιλάει στον Μπεγιαζίτ: «Είδα τα τελευταία πιάτα πορσελάνης που ζωγραφίσατε ... είναι τόσο ζωντανά και όμορφα.» Μπεγιαζίτ: «Λες ότι έχω κάνει μεγάλα βήματα. Αλλά αν δουλέψουμε λίγο περισσοτερο θα είναι καλύτερα.» Ντεφνε: «Όχι ... όχι δεν ήταν αυτό που ήθελα να πω, απλά λέω ό, τι αισθάνομαι.» Μπεγιαζίτ: «Από πού έρχεσαι;» Ντεφνε: «Είμαι από τη Βενετία και το όνομά μου ειναι Λουΐζα. Πειρατές επιτέθηκαν στο πλοίο μας. Τα υπόλοιπα είναι προφανή. Συνελήφθηκα και πουλήθηκα ως σκλάβος και βρέθηκα εδώ.» Μπεγιαζίτ: «Και η μητέρα μου, η Χιουρρεμ Σουλτάνα ήρθε εδώ ως σκλάβα. Είχε ένα αγαπημένο ρητό: “Μερικές φορές τις μεγαλύτερες καταστροφές τις αισθανεσαι μετά από μια μεγάλη χαρά”. Εχει μετατρέψει το άτυχο παρελθόν της σε τυχη και όλος ο κόσμος ζηλεύει τη δύναμή της. Τι σε κάνει να είσαι λυπημένη;» Ντεφνε: «Τίποτα, τι θλίψη; Είμαι πολύ ευχαριστημένη κοντα σας.» Μπεγιαζιτ: «Ακόμα κι αν είναι έτσι, κρύβεται κατι πίσω από το χαμόγελό σου. Μπορώ να δω τη θλίψη σου, πες μου, τι είναι αυτό.» Ντεφνε: «Όταν μας επιτέθηκαν στο πλοίο είχα και την αδελφή μου μαζί μου, το όνομα της είναι Άννα. Οι πειρατές την πήραν μακριά από μένα.» Μπέγιαζιτ: «Μήπως την σκότωσαν;» Η Ντεφνε γνέφει και ο Μπεγιαζίτ προσπαθεί να την παρηγορήσει. Μπεγιαζιτ: «Ξέρω τον πόνο της απώλειας ενός αδερφού πολύ καλά. Τίποτα δεν μπορεί να γεμίσει το κενό που άφησε. Τίποτα …. Αλλά υπάρχει και ένας άλλος πόνος …να χάνειςτον αδελφό σου,ενώ είναι ακόμα ζωντανος.»
 
Στη Μανισα ο Σελίμ ξυπνά με δυνατό πονοκέφαλο και θυμάται τι είπε στη Νουρμπανου ενώ ήταν σε κατάσταση μέθης. Σελιμ: «Ω Αλλάχ, τι έκανα;» Πηγαίνει στο δωμάτιο της Νουρμπανου και λέει στο γιο του να πάει στο δωμάτιό του. Στη συνέχεια λέει: «Δεν έλαβες στα σοβαρά οσα είπα χθες το βραδυ έτσι; Δεν έχεις στείλει μηνυμα σε αυτή την παλλακιδα, το έκανες; Απάντησέ μου, Nουρμπανου, δεν έχεις στείλει μηνυμα, σωστα;» Nουρμπανου: «Όχι δεν έχω, όμως, δεν είναι η ώρα να λυπάστε. Κάνατε τη σωστή επιλογή. Δώστε μας την άδεια ώστε να μπορέσουμε να κάνουμε ό, τι είναι απαραίτητο.» Σελιμ: «ΠΟΤΕ! Ο Βαγιαζίτ είναι αδερφός μου. Δεν έχει σημασία τι εγινε, δεν θα διατάξω το θάνατό του!»

Ο Γκαζανφερ είναι έξω από το δωματιο και η Νουρμπανου τον συναντά. «Έστειλες τον αγγελιοφόρο στην Κιουτάχεια;» Γκαζανφερ: «Έστειλα μηνυμα πριν από λίγο. Υπάρχει κάτι λάθος;» Νουρμπανου: «Ο πρίγκιπας άλλαξε γνωμη και είπε ότι δεν μπορεί να τον σκοτώσει.» Γκαζανφερ: «Τοτε πρεπει να στείλουμε μηνυμα για να σταματήσουμε τον Αγα.» Νουρμπανου: «Δεν χρειάζεται. Είπα ψέματα. Για τα παιδιά μου και για τον ιδιο, του είπα ψέματα.»

Η Ντεφνε εν τω μεταξύ αισθανεται ναυτία όταν η καλφα λέει στα άλλα κορίτσια να βιαστούν να καθαρίσουν το δωμάτιο του πρίγκιπα τωρα που δεν είναι εκει και τότε παρατηρεί την Ντεφνε και ρωτά τι συμβαίνει και η Ντεφνε απαντά ότι αισθάνεται ναυτία. Η καλφα ρωτά αν είναι έγκυος και η Ντεφνε φαίνεται έκπληκτη και η Κάλφα προτείνει να ενημερώσει το γιατρό, αλλά η Ντεφνε λεει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος, επειδή δεν υπάρχει πιθανότητα εγκυμοσύνης.

Η Μιχριμα εν τω μεταξύ κοιτάζει τα σημάδια της και στη συνέχεια λέει: «Κοίτα την κατάστασή μου! Δεν μπορώ να απαλλαγώ από αυτή την ασθένεια, εκει που πηγαινε καλύτερα, άρχισε και πάλι.» Καλφα: «Η ιατρική του Πεδρο είχε πραγματικά βοηθήσει.» Mιχριμα: «Ναι είχε, τα μέρη που έβαλε αλοιφή εχουν επουλωθεί, αλλά τωρα εχει φουντώσει σε άλλα σημεία. Καλέστε τον σινιόρ Πεδρο και πάλι.» Καλφα: «Χρειάζεται να ειδοποιήσουμε τον Ρουστεμ πασά πρώτα;» Μιχριμα: «Κάνε ό, τι σου λέω να κάνεις "

Στην Αδριανούπολη, ο Σουλεϊμάν διαβάζει το βιβλίο που του έκαναν δώρο, όταν η Χιουρρεμ πλησιαζει. Πλησιάζει προσεκτικά από μακριά και ο Σουλεϊμάν γνέφει ότι εχει την έγκρισή του να πάει πιο κοντά. Πηγαίνει και την χαιρετά και αυτός. Της προτεινει να καθίσει. Χιουρρεμ: «Ήρθα εδώ για να αφήσω τα πάντα πίσω, Σουλεϊμάν.» Σουλεϊμάν: «Μεγάλοι πόνοι έχουν έρθει μεταξύ μας, Χιουρρεμ. Θρήνοι, πληγές.» Χιουρρεμ: «Κάθε σκοτάδι φέρει μέσα του τους σπόρους του φωτός που θα λαμπρύνουν ξανα. Δεν είναι αυτό που λέει ο Δαντε;» Ο Σουλευμαν χαμόγελα. Χιουρρεμ: «Ο λόγος της ζωής μου, η ζωή μου, ο ουρανός μου, το ποτό μου, η άνοιξη μου, η χαρά μου, ο λόγος της ημέρας μου, το φως μου, η αγάπη μου, η οποία έχει αποτυπωθεί στην καρδιά μου, τριαντάφυλλο μου χαμογελο ... θυμάσαι; Εσύ τα έγραψες αυτά.» Σουλεϊμάν: «Πριν από πολλά χρόνια.» Χιουρρεμ: «Είτε πρόκειται για τριάντα χρόνια πριν ειτε σήμερα, είναι η αγάπη που προκαλεί ένα άτομο να γράψει ποιήματα όπως αυτό, Σουλεϊμάν, μπορει ποτε να παλιώσει; Ακόμη και αν μια καρδιά σταματά, η αγάπη θα συνεχίσει με το ποίημα. Για πάντα. Ας περνούν τα χρόνια, ακόμη και αν πόνοι μπήκαν μεταξύ μας, όσο η αγάπη μένει διαρκή τότε ποιος μπορεί να μας χωρίσει;» Ενας Αγάς φτάνει και ενημερώνει τον Σουλεϊμάν ότι η Σινιόρα Γκαρσια έχει έρθει και ο Σουλεϊμάν επιτρέπει να πλησιάσει.

Εκείνη τους χαιρετά και λέει: «Βλέπω το δώρο μου στα χέρια σας, τι όμορφα. Μήπως σας ενοχλώ; Παρακαλώ, συγχωρέστε με.» Σουλεϊμάν: «Εγώ σας προσκάλεσα Σινιόρα, είστε ευπρόσδεκτη.» Η παλλακίδα δίνει στον Πέδρο το μαντήλι να καλύψει τα μάτια του, αυτός το φοράει και εκείνη τον αφήνει να περάσει και τον καθοδηγεί. Η Μιχριμά του φωνάζει: «Σινιόρ Πέντρο ελάτε πιο κοντά. Ανοίξτε τα μάτια σας. Πέδρο: «Πώς είναι δυνατόν... ο Ρουστέμ πασάς...» Μιχριμά: «Δεν είναι εδώ, αν ακολουθήσω όσα λέει, τότε θα πεθάνω από την αρρώστια. Βγάλτε αυτό το άσκοπο κάλυμμα από τα μάτια σας.» Ο Πέδρο το βγάζει και φυσικά την κοιτάζει επίμονα. Στη συνέχεια υποκλίνεται μπρος της και η Μιχριμά λέει ότι οι πληγές στο στήθος της και το λαιμό της έχουν περάσει, όμως, τώρα έχουν πάει στους καρπούς της. Εκείνος λέει: «Αυτό σημαίνει ότι η αλοιφή έχει όφελος. Εάν τρίψετε με αυτήν και τα υπόλοιπα σημεία θα έχει αποτέλεσμα.» Μιχριμά: «Θα τελειώσει ποτέ αυτή η ασθένεια; θα συνεχίσει να μεταφέρεται από το ένα μέρος του σώματός μου σε άλλο;» Πέδρο: «Θα περάσει ... Θα μπορούσε να είναι κάτι που φάγατε και σας πείραξε, ή κάτι που ήπιατε, ή κάτι που μυρίσατε, ή ένα αιθέριο έλαιο.» Εκείνη λέει ότι και οι άλλοι γιατροί είπαν το ίδιο πράγμα, όμως, δεν μπόρεσε να καταλάβει τι. Ο Πέδρο λέει ότι θα φτιάξει μια ακόμα μεγάλη ποσότητα της αλοιφής και ότι, δυστυχώς, ο ίδιος δεν γνωρίζει οποιοδήποτε άλλο τρόπο θεραπείας. Η Μιχριμά του λέει να ξεκινήσει. Αρχίζει χρησιμοποιώντας το πινέλο για να τοποθετήσει το φάρμακο.

Eν τω μεταξύ, η Γκρατσια, λέει στον Σουλεϊμάν: «Μαθαίνω ότι η κατάσταση του βασιλιά Καρόλου του 5ου χειροτερεύει. Αν πάρουμε αυτό που λένε, η πρόθεση του είναι να αφήσει το θρόνο του στο Φερδινάνδο και τον γιο του.» Σουλεϊμάν: «Το γνωρίζω. Ελέγχει ένα μεγάλο μέρος των χριστιανικών εδαφών. Με εξέπληξε που άκουσα ότι σκοπεύει να αφήσει το θρόνο του με αυτόν τον τρόπο.» Γκρατσια: «Πρέπει να είναι δύσκολο να διαχειριστεί κανείς ένα μεγάλο έθνος, δεν είναι όλοι τόσο ισχυροί όσο εσείς, επιπλέον, είναι άρρωστος. Έχει ουρική αρθρίτιδα(ποδάγρα). Τα χέρια και τα πόδια του έχουν πρηστεί και λένε ότι δεν μπορεί να κάτσει άνετα, ή να ανέβει σε άλογο.» Σουλεϊμάν: «Μετά τον Κάρολο, είναι σαφές ότι η μοίρα της Ευρώπης θα αλλάξει.» Γκρατσια: «Ναι, αν συνεχίσει έτσι η κατάσταση, τότε τα εδάφη της αυτοκρατορίας των Αψβούργων θα διαιρεθούν.Το θρησκευτικό κίνημα που άρχισε ο Λούθηρος έχει αλλάξει τα πάντα. Η δύναμή σας θα αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία στα χριστιανική εδάφη.» Χιουρρέμ: «Σινιόρα Μεντεζ, φαίνεται ότι έχετε μεγάλο ενδιαφέρον για την πολιτική.» Γκρατσια: «Αυτός είναι ο πρώτος κανόνας του κόσμου των ανδρών, Σουλτάνα μου. Ξεκινώντας από την πολιτική πρέπει να είμαστε ενήμεροι για κάθε θέμα.» Χιουρρέμ: «Αν εμείς οι γυναίκες πρόκειται να μιλάμε για την πολιτική όπως και οι άνδρες και να καθόμαστε με τον ίδιο τρόπο, τότε δεν υπάρχει και πολύ νόημα σε αυτό. Κι εμείς επίσης μιλάμε για την πολιτική με τον Μεγαλειότατο, αλλά ποτέ δεν το κάνουμε στο τραπέζι. Γκρατσια: «Συγχωρέστε με , τότε. Έχετε αποφασίσει για μένα, Σουλτάνε μου; Η μόνη μου επιθυμία είναι να είμαι κάτω από την προστασία ενός μεγάλου αυτοκράτορα σαν εσάς.»
 
 
Ο Ζαλ λέει στον Ρουστέμ ότι ο Λάλα Μουσταφά έχει γράψει ένα γράμμα στη Χιουρρέμ Σουλτάνα και ότι τα πράγματα μπορεί να πηγαίνουν άσχημα στη Μάνισα. Ρουστέμ: «Γράμμα; Και γιατί το μαθαίνω τώρα;» Ζαλ: «Είσαστε απασχολημένος με την κατάσταση της Μιχριμά Σουλτάνας. Διέταξα να σταλεί το γράμμα αμέσως στην Αδριανούπολη.» Ρουστέμ: «Πώς είναι η Μιχριμά Σουλτάνα;» Αγάς: «Είναι μέσα και την εξετάζει ο Σενιόρ Πέδρο.»

Ο Σουλεϊμάν, εν τω μεταξύ λέει στην Γκρατσία: «Όσο εσείς συμμορφώνεστε με τους νόμους μας, μπορείτε να μείνετε όσο θέλετε στην Πρωτεύουσα και να κάνετε εμπόριο. Επί πλέον θα σας παραχωρηθεί ένας χώρος να μείνετε στο Γαλατά και εύχομαι αυτό να είναι για το καλύτερο.» Γκρατσία: «Είμαι τόσο ευγνώμων, είμαι στην υπηρεσία σας με όλο μου τον πλούτο και την περιουσία.» Ο Σουμπούλ φθάνει και γνέφει στη Χιουρρέμ που την παίρνει να φύγουν και διαβάζει το γράμμα. Ο Σουμπούλ ρωτά τι συμβαίνει. Χιουρρέμ: «Οι Πρίγκηπές μου είναι έτοιμοι να επιτεθούν ο ένας στον άλλον. Πρέπει να κάνω κάτι
Εν τω μεταξύ, ο Ρουστέμ μπαίνει και βλέπει τον Πέδρο εκεί που δεν έπρεπε να είναι. Ρουστέμ: «Τι δουλειά έχεις εδώ; Δεν σε προειδοποίησα να με ειδοποιείς πριν έρθεις;» Μιχριμά: «Αξιότιμε, Πασά.» Πέδρο: «Η Μιχριμά Σουλτάνα με κάλεσε επειγόντως, δεν είχα χρόνο να σας ενημερώσω.» Μιχριμά: «Ναι, αλήθεια λέει, όταν αυτές οι πληγές εμφανίστηκαν στα χέρια μου δεν ήξερα τι να κάνω.» Ρουστέμ: «Γιατί δεν είναι τα μάτια σου δεμένα;» Μιχριμά: «Εγώ το διέταξα. Αυτές είναι πληγές, Ρουστέμ. Αν δεν τις δει πώς θα τις γιατρέψει; Σενιόρ Πέδρο, σας ευχαριστώ, μπορείτε να φύγετε τώρα.» Όταν ο Πέδρο και η παλλακίδα φεύγουν, ο Ρουστέμ γυρνά σύζυγό του. Μιχριμά: «Όταν το θέμα αφορά την υγεία μου, γίνεσαι ζηλιάρης χωρίς λόγο. Αν η μητέρα μου και ο Μεγαλειότατός μας ήταν εδώ, θα σου έδιναν την απάντηση που αξίζεις.»

Ο Σουλεϊμάν είναι με τον Σοκολλού και τον Φερχάτ: «Η Σινιόρα Μεντεζ είπε επίσης ότι η υγεία του Κάρολου του Ε΄ δεν είναι καλή. Αυτό σημαίνει ότι αυτά που ακούσαμε είναι σωστά. Θέλω να το ερευνήσετε, να έρθετε σε επαφή με τους πράκτορές μας στα Χριστιανικά εδάφη και αυτοί θα πρέπει να μας κάνουν γνωστές τυχόν εξελίξεις.» Σοκολλού: «Στις διαταγές σας, Μεγαλειότατέ μου.» Η Χιουρρέμ φθάνει και ο Σοκολλού φεύγει. Χιουρρέμ: «Πήρα νέα από τη Μάνισα, ο εγγονός μου ο Μουράντ δεν είναι καλά και σύμφωνα με τις αναφορές είναι σοβαρό. Αν δεν πάω να το δω η ίδια, δεν θα είμαι σίγουρη. Άλλωστε, δεν υπάρχει νόημα να βρίσκομαι εδώ. Είναι φανερό ότι και που βρίσκομαι εδώ, δεν είναι αρκετό ώστε να λιώσει ο πάγος ανάμεσά μας.» Σουλεϊμάν: «Δεν υπάρχει πρόβλημα που πηγαίνεις στη Μάνισα, καθώς ξέρεις τι περάσαμε.»
Στην Κιουτάχεια, η Ντεφνέ ρωτά έναν Αγά αν υπάρχουν νέα από τη Μάνισα. Ο Αγάς της λέει ότι η Νουρμπανού τον έχει στείλει και της δίνει το δηλητήριο. Εκείνη ρωτά τι είναι αυτό και εκείνος της απαντά ότι ξέρει τι είναι. Θα το βάλει στο φαγητό του Πρίγκηπα. Εκείνη λέει ότι δεν μπορεί και ότι το μόνο που συμφώνησε είναι να τους στέλνει νέα, και όχι να κάνει κάτι τέτοιο. Ο Αγάς της λέει ότι θα ακούσει και θα τελειώσει το θέμα απόψε και ότι η Νουρμπανού έδωσε το λόγο της ότι αν τα καταφέρει, θα στείλει την ίδια και την αδερφή της στη χώρα τους, και αν όχι, η αδερφή της θα πιει από το ίδιο δηλητήριο. Ο Αγάς λέει ότι μετά τη βραδινή προσευχή θα έρθει να την πάρει και να είναι προσεκτική.

Η Ντεφνέ παίρνει το δηλητήριο και αναπολεί αυτά που έλεγε στη Νουρμπανού, ότι θα κάνει ό,τι θέλει αρκεί να μην πάθει κακό η αδερφή της.
Η Ντεφνέ περνά δίπλα από τον Ατματζά στο διάδρομο και μετά λέει στην Κάλφα ότι θα ετοιμάσει η ίδια το δείπνο του Πρίγκηπα και η Κάλφα ρωτά γιατί και η Ντεφνέ λέει ότι έχει καλά νέα που θα κάνουν τον Μπεγιαζίτ χαρούμενο και ότι θέλει να του πει τα καλά νέα. Η Κάλφα ρωτά αν είναι έγκυος και η Ντεφνέ γνέφει και η Κάλφα λέει ότι βασικά της το είπε και της δίνει συγχαρητήρια λέγοντάς της ότι μόλις πάρει αγκαλιά το παιδί της θα είναι σε καλύτερη κατάσταση.

Η Μιχριμά βρίσκει ότι τα σημάδια έχουν χειροτερέψει και φωνάζει την παλλακίδα να καλέσει τον Πέδρο και η παλλακίδα ρωτάει αν είναι σωστό να τον καλέσει τέτοια ώρα και τι θα πει ο Ρουστέμ και η Μιχριμά της λέει να κάνει αυτό που της είπε. Ο Πέδρο φτάνει και η Μιχριμά του επιτρέπει να μπει, εκείνος μπαίνει και χαιρετούν ο ένας τον άλλον και η παλλακίδα πηγαίνει να σταθεί πίσω από την πόρτα. Η Μιχριμά του λέει να πλησιάσει και εκείνος λέει ότι πρέπει να αρχίσει ξανά την θεραπεία με την αλοιφή. Του λέει να το κάνει με τον κατάλληλο τρόπο, όχι με το πινέλο. Κι έτσι το κάνει με τα χέρια του. Του λέει να καθίσει δίπλα της. Όλο αυτό είναι ένα όνειρο, εκείνη ξυπνά και ο Ρουστέμ τη ρωτά αν είναι καλά και ότι πρέπει να είδε ένα κακό όνειρο.
Η Ντεφνέ ανακαλεί τα λόγια του Αγά, κλαίει. Πηγαίνει προς το δωμάτιο του Μπεγιαζίτ, κοιτάζει τριγύρω και μετά συνεχίζει μέχρι που μπαίνει στο δωμάτιό του και τοποθετεί το δίσκο πάνω στο τραπέζι. Μετά ανακαλεί τις απειλές της Νουρμπανού και μετά ξανά τα λόγια του Αγά ότι η αδερφή της θα πάρει το ίδιο δηλητήριο αν δεν κάνει αυτό που της είπαν. Ο Μπεγιαζίτ εν τω μεταξύ, μιλώντας με τον Λοκμάν τον ρωτά αν έχει ακούσει τίποτα για τη μητέρα του, επειδή εδώ και καιρό δεν έχει πάρει νέα της. Ο Λοκμάν απαντά ότι πρέπει να είναι καλά και ότι θα στείλει γράμμα σύντομα αλλά ότι εκείνη σίγουρα λαμβάνει τα γράμματά του (του Μπεγιαζίτ). Η Ντεφνέ ρίχνει μια ματιά στο πιάτο. Ο Μπεγιαζίτ μπαίνει στο δωμάτιο και εκείνη είναι έτοιμη να φύγει μακριά και εκείνος λέει: «Πού πας; Θα φάμε μαζί.» Ντεφνέ: «Με την άδειά σας, πηγαίνω να δω την Αϊσέ Σουλτάνα και μετά θα επιστρέψω.» Ο Μπεγιαζίτ λέει ότι η κόρη του είναι καλά και ότι το δικό της καθήκον είναι να τον κάνει ευτυχισμένο.

Ο Γιοσεφ Νασι εν τω μεταξύ είναι με τον Σελίμ και του λέει: «Με τη βοήθειά σας, η Γκρατσία σώθηκε από την αιχμαλωσία, Πρίγκηπά μου. Μας κάνατε μία τεράστια χάρη. Από δω και στο εξής, και οι δύο θα είμαστε οι πιο πιστοί σας υπηρέτες στο δρόμο για το θρόνο.» Σελίμ: «Πρώτα ο Θεός.» Νασι: «Το αγαπημένο σας Κυπριακό κρασί....μόλις έφτασε στο λιμάνι της Σμύρνης.» Σελίμ: «Δεν το θέλω, την τελευταία φορά που ήπια από αυτό, έχασα το μυαλό μου.» Ο Νασι προσπαθεί να τον κάνει να πιει λέγοντάς του ότι το κρασί βγάζει τις αληθινές επιθυμίες του ανθρώπου και ο Σελίμ συμφωνεί να πιει.
Ο Μπεγιαζίτ εν τω μεταξύ τρωει την μια κουταλια μετα την άλλη από το πιλάφι και λέει: «Εχω παραγγείλει νέα χρώματα από την Κίνα. Θα πρέπει να φτάσουν σύντομα. Ίσως μπορέσεις να με βοηθήσεις αυτή τη φορά. Θα δεις τις ικανότητές σου.» Ντεφνε:

«Όπως επιθυμείτε.» Μπέγιαζιτ: «Ο αδερφός μου Τζιχαγκιρ μου δίδαξε τα μυστικά του πώς να κάνω κινέζικη τεχνική. Ο αγαπημένος μου αδελφός θα μπορούσε να κάνει πολλά όμορφα πράγματα. Είθε ο Αλλάχ να του δώσει τον Παράδεισο.»Η Ντεφνε κλαίει και ο Βαγιαζίτ λέει: «Όταν μιλώ για τον Τζιχαγκιρ θυμάσαι την αδερφή σου, σωστά;» Η Ντεφνε γνέφει και λέει: « Επιτρέψτε μου να φύγω.» Μπεγιαζίτ: «Όχι, προτού να γίνεις χαρουμενη... είναι πολύ νόστιμο.» Μετά παίρνει μια μεγάλη μπουκιά από το κρέας. Η Ντεφνε κλαίει.

Ο Ατματζα είναι εν τω μεταξύ με τον Χουσειν και λέει: «Ό, τι και να συμβαίνει, ένας από εμάς πρέπει να είναι πάντα δίπλα στον Πριγκιπα μας.» Χουσεΐν: «Έχετε δίκιο.» Βλέπουν ενα Αγά να περιμένει και ο Ατματζα ρωτά ποιος είναι και ο Χουσεΐν απαντά ότι δεν γνωρίζει, αλλά δεν του φαίνεται καλο. Ο Χουσεΐν τρέχει προς τον άνθρωπο και ο Ατματζα τρέχει να πάει στο Μπεγιαζίτ.

Ο Μπεγιαζίτ δεν νιώθει καλά και λέει: «Δεν έχεις αγγίξει κάποιο από τα φαγητα ακόμα.» Σηκώνει την κούπα του και στη συνέχεια ρωτάει την Νταφνε τι συμβαίνει. Η Ντεφνε σηκώνεται και λέει: «Συγνώμη, δεν ήθελα να γίνει με αυτόν τον τρόπο.» Ο Ατματζα ορμά μέσα και η Ντεφνε τρέχει έξω και ο Ατματζα φωνάζει τους Αγάδες να την πιάσουν. Στη συνέχεια, ο ίδιος καλεί για ένα γιατρό. Ο Λοκμαν διατάζει τους Αγάδες να την ρίξουν στη φυλακή.

Ο Ατματζά λέει στον Μπεγιαζίτ να κρατηθεί και ο Ατματζά προσεύχεται ο Θεός να τον σώσει και λέει στον Λοκμάν ότι πρέπει να βοηθήσει, ότι ο Μπεγιαζίτ πρέπει να κάνει εμετό και να βγάλει το δηλητήριο από μέσα του. Έρχεται ο γιατρός ρωτώντας πόσο διάστημα είναι το δηλητήριο μέσα του και ο Ατματζά λέει όχι πολύ και ότι πρέπει να κάνει κάτι. Έρχεται ο αρχίατρος και ρωτά με τι δηλητηριάστηκε. Ο Ατματζά σκέφτεται γρήγορα και ρωτά πού είναι η Ντεφνέ. Ο Λοκμάν απαντά ότι είναι στο μπουντρούμι. Ο Ατματζά ρωτά τον Χουσεΐν αν έπιασε τον άνδρα που καθυστερούσε και τότε ο Χουσεΐν είπε ότι έχασε τα ίχνη του και ρωτά τι συνέβη. Ο Ατματζά του λέει ότι ο Μπεγιαζίτ δηλητηριάστηκε και ότι πρέπει να μείνει και τρέχει κάτω στο μπουντρούμι. Ο Ατματζά ρωτά τη Ντεφνέ με τι δηλητηρίασε τον Μπεγιαζίτ. Ντεφνέ: «Θα σας πω.» Του δείχνει το δηλητήριο. Ατματζά: «Αυτή η φυλακή θα γίνει ο τάφος σου.»

Ο Λοκμάν λέει στον Μπεγιαζίτ να κρατηθεί και λέει στους γιατρούς ότι δεν κάνει εμετό. Ο Ατματζά δείχνει το δηλητήριο και ο γιατρός το ελέγχει και λέει ότι είναι “δηλητήριο μαύρου βατράχου.” Ο Ατματζά ρωτά ποιο είναι το αντίδοτό του. Λοκμάν: «Σφραγισμένο χώμα. (ένα χώμα που προέρχεται από τη Limni και το χρησιμοποιούσαν στη Οθωμαντική Αυτοκρατορία για να καταπολεμούν πολλές αρρώστειες.) Πάντα είχαμε λίγο στο Τοπ Καπί.» Γιατρός: «Δεν έχουμε εδώ.» Γυναίκα γιατρός: «Προέρχεται από τη Limni και παρασκευάζεται ειδικά για τον Μεγαλειότατο στο παλάτι του, αλλά μέχρι να πάτε και να το φέρετε ο Πρίγκηπάς μας δεν θα ζει.

Βλέπουμε μία σκηνή όπου ο Σελίμ λέει Μπεγιαζίτ και λέει «είμαστε αδέρφια, μην το ξεχνάς αυτό» και τον αγκαλιάζει και τότε τον μαχαιρώνει στην πλάτη. (αυτό είναι μεταφορικο) Μπεγιαζίτ: «Αδερφέ μου;» Ο Μπεγιαζίτ ξυπνά και κάνει εμετό. Μπεγιαζίτ: «Σελίμ; Αδερφέ μουΌλοι ευγνωμονούν το Θεό. Ο γιατρός αναρωτιέται που βρήκε ο Ατματζά το χώμα από τη Limni και ο Ατματζά χαμογελά. Ο Ατματζά πήγε στην αγορά και ρώτησε τον έμπορο στην αγορά νωρίτερα αν είχε καθόλου χώμα και ο έμπορος λέει όχι, αλλά μετά του λέει «περίμενε, μήπως εννοείς τη θεραπεία για όλες τις αρρώστειες;» Ο Ατματζά χαμογελά. Ο Λοκμάν ευχαριστεί τον Ατματζά. Ο Μπεγιαζίτ λέει: «Σελίμ;»
 
 
 
3ο ΜΕΡΟΣ
H Χιουρρέμ ξυπνάει στην άμαξα και ο Σουμπούλ την ρωτά: «Σουλτάνα μου, είστε καλά; Είδατε πάλι εφιάλτη; Δεν κοιμηθήκατε το βράδυ, θα έπρεπε τουλάχιστον να προσπαθούσατε να ξεκουραστείτε.» Χιουρρέμ: «Όχι, δεν γινόταν, είναι απαραίτητο να πάω αμέσως στην Μανίσα.» Παραπονιέται για τον ώμο της και ο Σουμπούλ ρωτά αν την ενοχλεί και είναι άκαμπτος. Η Χιουρρέμ λέει όχι και ότι έχει κάτι στον ώμο της και ας ελπίζουμε ότι δεν θα κρατήσει πολύ. Ο Σουμπούλ λέει ότι είναι μαζί τους μια γυναίκα γιατρός και ότι θα πρέπει να το κοιτάξει. Η Χιουρρέμ λέει ότι δεν θέλει, πρέπει πρώτα να πάει στην Μανισα. Ο Σουμπούλ ανησυχεί.
Στην Κιουτάχεια ο γιατρός λέει πως ευτυχώς ο Μπεγιαζίτ είναι εκτός κινδύνου, αλλά πρέπει να ξεκουραστεί για λίγο. Η Ντέφνε είναι στο μπουντρούμι. Ο Άτματζα μπαίνει: «Ποιος σε έστειλε εδώ; Ποιος σε διέταξε να δηλητηριάσεις τον πρίγκηπα Μπεγιαζίτ;» Την χαστουκίζει και βγάζει έξω το στιλέτο του. Εκείνη λέει: «Η Nουρμπανού Σουλτάνα.» Ο Άτματζα ρωτά αν είναι κι ο Σελίμ μέσα σε αυτό, και η Ντέφνε γνέφει. Ο Άτματζα είναι έτοιμος να την σκοτώσει, αλλά εκείνη λέει: «Περίμενε, περίμενε είμαι έγκυος, έχω το παιδί του πρίγκηπα μέσα μου,περίμενε ! » Ο Άτματζα θυμάται το δικό του παιδί και τη γυναίκα του και στη συνέχεια την Μιχρουνισσα όταν επρόκειτο να την σκοτώσει και εκείνη του είχε πει ότι ήταν έγκυος. Ο Άτματζα λέει σε έναν αγά να πάρει την Ντέφνε σε ένα δωμάτιο και να την εξετάσει μία από τις γυναίκες γιατρούς.
Στην Mανισα, ο Γκαζανφέρ διατάζει κάποιες παλλακίδες τριγύρω όταν η Φαριγέ εμφανίζεται: «Γκαζανφέρ Αγά, ώστε αναλάβατε τα καθήκοντά σας, μόλις αναρρώσατε;» Γκαζανφέρ: «Ναι, όπως γνωρίζετε η Σουλτάνα μας είναι περικυκλωμένη από ύαινες ... αλλά από τώρα και στο εξής θα είμαι πάντα μαζί της. Όποιος τολμήσει να επιχειρήσει κάτι εναντίον της, θα με βρει μπροστά του.» Φαριγε: «Με απειλείς αγά;» Φτάνει η Νουρμπανού: «Τι συμβαίνει εδώ;» Φαριγέ: «Ο Γκαζανφέρ έχει ξεχάσει ποια στέκεται δίπλα του ...ο ξεδιάντροπος.» Νουρμπανού: «Αυτός που πραγματικά δεν ξέρει τα όριά του είσαι εσύ, Φαριγε.» Ο Γκαζανφέρ Αγάς είναι ο επικεφαλής Αγάς μου. Από τώρα και στο εξής η ασέβεια προς το πρόσωπό του λαμβάνεται ως ασέβεια προς εμένα. Τώρα επέστρεψε στα καθήκοντά σου! Και εσύ ( στον Γκαζανφέρ ) έλα μαζί μου.»
Η Μιχριμά φαίνεται πολύ καλύτερα και ο Ρουστέμ πλησιάζει. «Δόξα τω Θεώ οι κακές μέρες πέρασαν.» Μιχριμά: «Η θαυματουργή αλοιφή του Σενιόρ Πέδρο.» Ρουστέμ: «Από τώρα και στο εξής δεν θέλω να δω αυτόν τον άνθρωπο εδώ.» Μιχριμά: «Υπάρχει κάποιο νέο από τη μητέρα μου Ρουστέμ;» Ρουστέμ: «Αποφάσισε να πάει κατ' ευθείαν στη Mανισα από την Αδριανούπολη. Είναι προφανές ότι κάτι συνέβη και χρειάζεται να επιπλήξει τον πρίγκηπα Σελίμ.» Μιχριμά: «Τι θα μπορούσε να είναι; Γιατί δεν έμαθες για το θέμα;» Ρουστέμ: «Μην αγχώνεσαι, δεν είναι σημαντικό, ίσως να διογκώθηκε.» Εκείνη κοιτάζει ένα μπουκαλάκι πάνω στην τουαλέτα της.
Η Νουρμπανού είναι με τον Γκαζανφέρ. «Δεν υπάρχει κανένα νέο από την Ντεφνέ ακόμα;» Ο Γκαζανφέρ της λέει ότι εμπιστεύεται πλήρως την Ντεφνέ και ελπίζει ότι θα έρθει η είδηση για τον θάνατο του Μπεγιαζίτ και θα ανακουφιστούν. Η Νουρμπανού ρωτά τι θα γίνει αν η Ντεφνέ δεν τα καταφέρει και τους τα πει ...και λέει «κανείς σε αυτή την περίπτωση δεν μπορεί να σώσει τον Σελίμ από τον Μπεγιαζίτ και θα έχω βάλει το Πρίγκηπα μου στη φωτιά με τα ίδια μου τα χέρια!» Γκαζανφέρ: «Κρατήστε ήρεμη την καρδιά σας και ας ελπίσουμε ότι θα είμαστε νικητές. Τι θα γίνει με την αδελφή της Ντεφνέ χατουν την Άννα;» Νουρμπανού: «Δεν ξέρω.»
Ο Άτματζα επιστρέφει στον Μπεγιαζίτ που είναι ξύπνιος. «Δόξα τω Θεώ, μετά από ημέρες τελικά συνήλθατε.» Μπεγιαζίτ: «Ποιος ήταν πίσω από αυτό, μάθατε τίποτα;» Άτματζα: «Δυστυχώς, ο πρίγκηπας Σελίμ, η γκιοσδε σας Ντεφνέ χατουν μας τα είπε όλα. Έστειλαν τον Αγά και η εντολή ήρθε από την Νουρμπανού Σουλτάνα. Ο πρίγκηπας Σελίμ ήξερε τι συνέβαινε.» Μπεγιαζίτ: «Η γυναίκα εκτελέστηκε;» Ο Άτματζα κουνά το κεφάλι του: «Η γυναίκα είναι έγκυος.» Μπεγιαζίτ: «Είναι αλήθεια;» Άτματζα: «Την στείλαμε στο γιατρό και, δυστυχώς, από τη γυναίκα που στάλθηκε για να σας σκοτώσει, θα έχετε ένα παιδί.»
 
Η Μιχριμά περπατά στους κήπους ονειροπολώντας τότε που ο Πέδρο την είδε. Η παλλακίδα της, της λέει να μην μένει πολύ, γιατί θα μπορούσε να ήταν λόγω του ήλιου που αρρώστησε.
Ο Πέδρο, εν τω μεταξύ, όλη μέρα ονειρεύεται τη Μιχριμά.
Ο Μπεγιαζίτ επισκέπτεται τη Ντεφνέ. Μπεγιαζίτ: «Αφού γεννήσεις το παιδί μου, μετά θα εκτελεστείς.» Ντεφνέ: «Ο σβέρκος μου είναι στη διάθεσή σας, Πρίγκηπά μου. Είμαι διατεθημένη να υποστώ την τιμωρία που μου αρμόζει.» Μπεγιαζίτ: «Γιατί το έκανες αυτό, γιατί;» Ντεφνέ: «Ήμουν αναγκασμένη, για την αδερφή μου.» Μπεγιαζίτ: «Ποια αδερφή; μου είπες ότι έχει πεθάνει.» Ντεφνέ: «Η αδερφή μου κι εγώ πουληθήκαμε στο παλάτι στη Μάνισα. Η Νουρμπανού Σουλτάνα χρησιμοποίησε την αγάπη που της είχα (της αδερφής μου). Είναι πολύ μικρή ακόμα...είναι πολύ νέα.» Μπεγιαζίτ: «Αν αυτό είναι ψέμα, χάτουν...» Ντεφνέ: «Δεν έχω πια τίποτα να χάσωΜπεγιαζίτ: «Μίλα!» Ντεφνέ: «Η Νουρμπανού Σουλτάνα είπε ότι αν δεν σας έδινα αυτό το δηλητήριο, θα σκότωνε την αδερφή μου.» Μπεγιαζίτ: «Αν είναι έτσι, γιατί δεν το έλεγες απλά, ή να ζητούσες βοήθεια όλο αυτό τον καιρό;» Ντεφνέ: «Όσο η αδερφή μου απειλούνταν με ένα μαχαίρι στο λαιμό της, δεν μπορούσα να πάρω αυτή την ευκαιρία.» Μπεγιαζίτ: «Και πώς ήσουν σίγουρη ότι μπορούσες να εμπιστευθείς τη Νουρμπανού; Αυτή και ο Πρίγκηπας Σελίμ είναι δύο βρώμικα φίδια!» Ντεφνέ: «Ξέρετε την αδερφική αγάπη πάρα πολύ, Πρίγκηπά μου, αν είχατε την παραμικρή ελπίδα/πιθανότητα να σώσετε τη ζωή των αδερφών σας, τι θα κάνατε;»
Η Μιχριμά κάνει μπάνιο στο χαμάμ και η παλλακίδα της σχολιάζει πώς επανήλθε η ομορφιά της (πριν τα σημάδια) και προσεύχεται για κείνην και η Μιχριμά της λέει πως ναι, ευτυχώς  όλα πέρασαν και μετά της λέει να φύγει. Μόλις εκείνη φεύγει, η Μιχριμά παίρνει ένα φιαλίδιο και το ρίχνει όλο πάνω στο σώμα της.
Ο Μπεγιαζίτ εξακολουθεί να πόνα κάπως καθώς περπατά με τον Άτματζα και τότε σταματά και λέει: «Ο αδελφός μου έχει φτάσει στο σημείο που χρησιμοποιεί τη ζωή ενός αθώου παιδιού για να απειλήσει μια γυναίκα. Ντροπή του.» Άτματζα: «Στην πραγματικότητα, είναι μια πολύ σοβαρή κατάσταση.» Μπεγιαζίτ: «Κάνε τις προετοιμασίες Άτματζα, ετοίμασε τους στρατιώτες, η υπομονή μου εξαντλήθηκε, θα πάμε να κάνουμε τον Σελίμ να λογοδοτήσει γι 'αυτό.» Άτματζα: «Μην το κάνετε Πρίγκηπά μου, δεν μπορεί να είναι σωστό κάτι τέτοιο.» Μπεγιαζίτ: «Η σιωπή μου τους έκανε να νομίζουν ότι είμαι αδύναμος. Κάνε ό,τι λέω χωρίς αντιρρήσεις.» Ο Άτματζα ακολουθεί τον Μπεγιαζίτ στο δωμάτιό του και στη συνέχεια λέει: «Φυσικά θα εκτελέσω τις διαταγές σας, αλλά πρώτα θα πρέπει να ανακτήσετε τη δυνάμεις σας . Στη συνέχεια μπορούμε να δράσουμε.» Λοκμαν: «Να δράσουμε; Για ποια δράση μιλάς, Άτματζα, τι συμβαίνει;» «Ετοίμασε χαρτί και μελάνι Λοκμαν, ξεκίνα να γράφεις: “Μεγαλειότατε, ο γιος που είναι το κόσμημα του στέμματος σας, το πρόσωπο που βλέπετε σαν κατάλληλο για το θρόνο σας, ο Πρίγκηπας Σελίμ, ο τιποτένιος.” -Λοκμαν: «αλλά Πρίγκηπα μου, με συγχωρείτε.» Μπεγιαζίτ: «μην κάνεις ερωτήσεις, απλά γράψε άνθρωπε μου!» “Έστειλε έναν κατάσκοπο στο παλάτι μου, προσπάθησε να με σκοτώσει ... προσπάθησε να με χτυπήσει πισώπλατα. Αλλά δεν τα κατάφερε. Να ξέρετε ότι στην αντιμετώπιση της κατάστασης αυτής, δεν θα μείνω σιωπηλός και άπραγος ούτε καν θα ζητήσω τη βοήθειά σας, για αυτή την ύπουλη πισώπλατη μαχαιριά. Θα δώσω την καλύτερη απάντηση. Ήθελα να μάθετε τα νέα από μένα.»
Στην Αδριανούπολη, ο Σοκολλού λέει στον Σουλεϊμάν ότι έχει διερευνήσει το ζήτημα όσον αναφορά τις εντολές του και ότι τα νέα είναι σωστά και ότι ο Κάρολος ο Ε΄έχει αφήσει το θρόνο στο Φερδινάνδο και πρόκειται να μονάσει. Ο γιος του θα πάρει τον έλεγχο της Ισπανίας, του Βελγίου, της Σικελίας και του Μιλάνου και ο Φερδινάνδος θα πάρει τον έλεγχο της Αυστρίας, της Γερμανίας και της Βοημίας.» Σουλεϊμάν: «Πόσα χρόνια κυβερνά;» Σοκολλού: «Περίπου σαράντα χρόνια. Ανέβηκε στο θρόνο της Ισπανίας πριν από τη δική σας ενθρόνιση.» Σουλεϊμάν: «Μπορείς να αποσυρθείς, Σοκολλού.» Ο Σοκολλού φεύγει και ο Φερχάτ σερβίρει στον Σουλεϊμάν λίγο νερό: «Μεγαλειότατέ μου, εδώ και καιρό είστε προβληματισμένος. Χαμογελάτε, ενώ η καρδιά σας όχι. Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβω. Κοιτάξτε, πώς περνά ο καιρός, οι εποχές έρχονται και φεύγουν. Κάθε μία ανάσα που παίρνουμε είναι πολύτιμη. Και η αξία της είναι γραμμένη στο Θείο Πίνακα. Δεν υπάρχει τρόπος να το παρακάμψουμε. Μεγαλειότατέ μου, η θεραπεία σας είναι η Χιουρρέμ Σουλτάνα. Με το να είστε απόμακρος, δεν πληγώνετε εκείνη, πληγώνετε τον εαυτό σας. Δεν ήρθε η ώρα να βάλετε τέλος σ’αυτό τον πόνο;»
Η Χιουρρέμ συνεχίζει την πορεία της και η άμαξα σταματά. Ο Σουμπούλ βγάζει τη Χιουρρέμ έξω να πάρει μία ανάσα, επειδή δεν αισθάνεται καλά. Εκείνη λέει ότι δεν μπορεί να το αντέξει και ο Σουμπούλ λέει ότι πρέπει να καλέσουν γιατρό.
Ο Γκαζανφέρ μπαίνει στο δωμάτιο του Σελίμ και λέει:
«Πρίγκηπά μου, πώς να το πω....Πρίγκηπά μου, μόλις έφθασαν νέα. Ο Πρίγκηπας Μπεγιαζίτ πλησιάζει στο παλάτι με πέντε χιλιάδες στρατιώτες.» Σελίμ: «Πώς είναι δυνατόν;»
Ο Μπεγιαζίτ προχωρά με τους άνδρες του και φτάνουν κοντά στο παλάτι της Μάνισα. Ο Ατματζά λέει: «Δεν υπάρχει πια επιστροφή, Πρίγκηπά μου.» Μπεγιαζίτ: «Ό,τι είναι να γίνει, ας γίνει, Ατματζά, τα έχω υπολογίσει όλα.» Προχωρούν και ο Σελίμ μπορεί να δει τον Μπεγιαζίτ και τους άνδρες του να πλησιάζουν από τον ορίζοντα. Και πίσω από αυτούς οι χιλιάδες στρατιώτες.....
Η Χιουρρέμ και η ακολουθία της έχουν στρατοπεδεύσει για να αφήσουν τη γιατρό να εξετάσει τη Χιουρρέμ. Ρωτά τη Χιουρρέμ πότε εκδηλώθηκε το εξάνθημα ή το σημάδι. Η Χιουρρέμ λέει ότι δεν ξέρει, αλλά μάλλον περίπου ένα μήνα πριν. Η γιατρός ρωτά αν έχει άλλες ενοχλήσεις, αλλά η Χιουρρέμ απαντά ότι εκτός από τον πόνο, δεν έχει άλλη ενόχληση. Η γιατρός σοβαρεύει και όταν η Χιουρρέμ τη ρωτά να πει κάτι, η γιατρός λέει ότι δεν θα ήταν σωστό να της έλεγε κάτι τώρα: «Αν ο πόνος σας μεγαλώσει, θα το καυτηριάσουμε.» Η Χιουρρέμ συμφωνεί και η γιατρός φαίνεται προβληματισμένη. Ο Σουμπούλ αργότερα την πηγαίνει απόμερα και τη ρωτά τι συμβαίνει με τη Χιουρρέμ και της λέει να μιλήσει! Η γιατρός λέει: «Η κατάσταση της Σουλτάνας μας είναι τρομερή. Έχει μία ανίατη ασθένεια. Είναι τέτοια η ασθένεια που δεν έχω δει ούτε έχω ακούσει κανέναν να συνήλθε από αυτήν. Οι ώρες της Σουλτάνας μας είναι λίγες, Σουμπούλ Αγά.» Σουμπούλ: «Θεός φυλάξει, ο θάνατος πλησιάζει.»
Η Χιουρρέμ κοιτάζει από τη σκηνή της.
 
 
 
 
 
 
'FOLLOW US in facebook !!!! A page-magazine all about Halit Ergenc - daytime and his series !!!!!!! Site for Halit Ergenc.... https://www.facebook.com/pages/Halit-Ergenc-fans-PASSIONATED/213522235343950